Την άμεση ικανοποίηση του αιτήματος της οικογένειας του Κωνσταντίνου Κατσίφα για την επιστροφή από τις αλβανικές αρχές της σορού του 35χρονου ομογενούς, ζητάει ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών, Γιώργος Κατρούγκαλος, σε συνέντευξή του στα Νέα.
«Από την αρχή ξεκαθαρίσαμε τις προτεραιότητές μας: να χυθεί άπλετο φως στην υπόθεση. Να προστατευτούν τα δικαιώματα των ελλήνων αδελφών μας. Τέλος, με σεβασμό και χωρίς καμία υποχώρηση στα δύο πρώτα, να προστατεύσουμε και τις διμερείς μας σχέσεις» επισήμανε ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών και σημείωσε: «Δεν μείναμε σε ευχές. Προχωρήσαμε στα αναγκαία διαβήματα και συνεχίζουμε να παρακολουθούμε από κοντά τις εξελίξεις, με τον αυτονόητο σεβασμό στη Δικαιοσύνη». Χαρακτήρισε μάλιστα θετικό ότι έγινε δεκτό το ελληνικό αίτημα για παρουσία Έλληνα αστυνομικού στην Αλβανία κατά τη διεξαγωγή των σχετικών ερευνών.
Σε αυτό το πλαίσιο, ο κ. Κατρούγκαλος υπογραμμίζει την ανάγκη «να είμαστε πολύ προσεκτικοί και από τις δύο μεριές των συνόρων, και όχι μόνο, αυτονόητα στο επίπεδο των κυβερνητικών αρχών», σημειώνοντας ότι «ο εξτρεμισμός των μεν εκτρέφει τον εξτρεμισμό και τη μισαλλοδοξία των άλλων».
Τονίζει ακόμα ότι η Ελλάδα περιμένει από τα Τίρανα τη θέσπιση των κανονιστικών πράξεων για την πλήρη εφαρμογή του πρόσφατου νόμου για την προστασία των μειονοτήτων, υπενθυμίζοντας ότι η προστασία των δικαιωμάτων της μειονότητας αποτελεί ένα από τα κριτήρια για την ευρωπαϊκή προοπτική της γειτονικής χώρας.
Σχετικά με την αναθεώρηση του Συντάγματος, χαρακτηρίζει τη σχετική πρόταση της κυβέρνησης ως «την κορωνίδα του προοδευτικού μεταρρυθμιστικού μας έργου» με βασικούς στόχους «να μεταρρυθμίσει δομικά το πελατειακό κράτος της Μεταπολίτευσης» και «να ενισχύσει την προστασία των ατομικών και πολιτικών ελευθεριών και των κοινωνικών δικαιωμάτων και τους μηχανισμούς του κοινωνικού κράτους ως ανάχωμα στην επίθεση εναντίον τους από τον νεοφιλελευθερισμό».
Σε ό,τι αφορά την προεδρική εκλογή, παρατηρεί πως ορθά όλα τα πολιτικά κόμματα επιδιώκουν να αποσυνδεθεί η εκλογή προέδρου της Δημοκρατίας από τη διάλυση της Βουλής, σημειώνοντας ωστόσο πως «πρέπει να διατηρήσουμε τον συμβολικό ενωτικό ρόλο του προέδρου της Δημοκρατίας ως ρυθμιστή του πολιτεύματος». Η δεύτερη αυτή προτεραιότητα δεν υπηρετείται αν αυτός μπορεί να εκλέγεται μόνο από την κυβερνητική πλειοψηφία, συμπληρώνει.
Για τη σχέση της Πολιτείας με την Εκκλησία σημειώνει ότι «τίθεται, επιτέλους, στη βάση που απαιτούν οι σύγχρονες δημοκρατίες αλλά και το Ευαγγέλιο: τα του Καίσαρος τω Καίσαρι, τα του Θεού τω Θεώ. Κατοχυρώνεται ρητά η θρησκευτική ουδετερότητα του κράτους ενώ συνεχίζει να αναγνωρίζεται ότι η Ορθοδοξία είναι, για ιστορικούς και πραγματολογικούς λόγους, η επικρατούσα θρησκεία στη χώρα μας».