Μελανιές στο στόμα της εξάχρονης Στέλλας Εικοσπεντάκη, που μετά από αναζήτηση ωρών εντοπίστηκε νεκρή σε κάδο σκουπιδιών στην Αγία Βαρβάρα, διαπιστώνει, σύμφωνα με πληροφορίες, ο ιατροδικαστής που διενήργησε αυτοψία στο νεκρό κοριτσάκι και εξέτασε και τον 61χρονο πατέρα της, κατηγορούμενο για τον θάνατό της.
Νεκρή μέσα σε κάδο απορριμμάτων εντοπίστηκε λίγο μετά τα μεσάνυχτα της Πέμπτης 27 Απριλίου 2017 η 6χρονη Στυλιανή Εικοσπεντάκη που αναζητείτο μέσω AMBER ALERT. Ο 61χρονος πατέρας της, ομολόγησε ότι σκότωσε την κόρη του. Η σορός του άτυχου παιδιού βρέθηκε σε κάδο απορριμμάτων, στην περιοχή Αγία Βαρβάρα στο Αιγάλεω. Ο 61χρονος πατέρας, ομολόγησε ότι αυτός σκότωσε το παιδί του και υπέδειξε στους αστυνομικούς τον κάδο σκουπιδιών που είχε πετάξει τη σορό της εξάχρονης Στέλλας. Λίγο αργότερα, το άτυχο κορίτσι εντοπίστηκε νεκρό σε νάιλον σακούλα, μέσα σε κάδο απορριμμάτων, στην περιοχή της Αγίας Βαρβάρας.
Σύμφωνα με πληροφορίες ο πατέρας αντιμετώπιζε ψυχολογικά προβλήματα.
Ο ιατροδικαστής Σωτήρης Μπουζιάνης, φέρεται να διαπίστωσε από την αυτοψία ότι το κοριτσάκι φέρει «θλαστικές εκχυμώσεις στο άνω και κάτω χείλος του στόματος» ενώ για τον κατηγορούμενο πατέρα του παιδιού, σύμφωνα με πληροφορίες, σημειώνει ότι διαπιστώθηκε «μία μικρή γραμμοειδής εσχαροποιημένη εκδορά στην πρόσθια επιφάνεια της αριστεράς πυχαιοκαρπικής άρθρωσης και δύο μικρές εκδορές στρογγυλού σχήματος στη ραχιαία επιφάνεια της αριστερής χειρός».
Η πλήρης ιατροδικαστική εξέταση του πτώματος του παιδιού θα είναι κρίσιμη ώστε να εξακριβωθεί η βασιμότητα όσων θα υποστηρίξει στον ανακριτή ο 61χρονος πατέρας της Στέλλας, για όσα έγιναν και οδήγησαν στον θάνατο της κόρης του.
Στους αστυνομικούς ο κατηγορούμενος φέρεται να ισχυρίστηκε πως εδώ και τρία χρόνια παίρνει φαρμακευτική αγωγή εξαιτίας ψυχιατρικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει.
Υποστήριξε επίσης, πως το κοριτσάκι ήταν επιθετικό απέναντι του γιατί από όταν γεννήθηκε αυτή και ο δίδυμος αδελφός της, η σύζυγός του ασχολείτο αποκλειστικά με την Στέλλα και ο ίδιος αποκλειστικά με το αγοράκι.
Ανέφερε επίσης, πως το επίμαχο βράδυ πήρε τα χάπια του και ήπιε ένα ποτήρι κρασί και υποστήριξε πως επειδή έλλειπε, λόγω θέματος υγείας, η μητέρα από το σπίτι, όταν αυτός προσπάθησε να κάνει μπάνιο την Στέλλα, εκείνη ήθελε την μαμά της και άρχισε να τον χτυπάει στα χέρια και στην κοιλιά.
«Όπως με χτυπούσε και το κεφάλι της βρισκόταν στο ύψος του στήθους μου, την έσφιξα με το δεξί μου χέρι για να σταματήσει να με χτυπάει, μέχρι που κατάλαβα ότι είχε χάσει τις αισθήσεις της. Άνοιξα το χέρι μου που την έσφιγγα και η Στέλλα έπεσε στο πάτωμα. Είδα ότι δεν ανέπνεε και κατάλαβα ότι κάτι κακό είχε γίνει. Τα έχασα, τρομοκρατήθηκε και το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα ήταν να βγάλω τη Στέλλα έξω από το σπίτι. Πήγα στο αποθηκάκι και πήρα τρεις μαύρες σακούλες σκουπιδιών. Μετά σκέφτηκα να σκηνοθετήσω το χώρο για να φαίνεται ότι κάποιος έκανε ληστεία. Ξέχασα να σας πω ότι στις σακούλες σκουπιδιών που έβαλα την Στέλλα έβαλα και μία κόκκινη κουβερτούλα που πήρα από το κρεβάτι της, μη ρωτάτε γιατί, δεν ξέρω να σας απαντήσω. Τις σακούλες με την Στέλλα τις κρατούσα με τα δυο μου χέρια στην αγκαλιά μου. Κατέβηκα στον δρόμο και με τα πόδια πήγα σε έναν κάδο και εκεί μέσα άφησα την Στέλλα. Σε έναν άλλο κάδο εκεί κοντά, πέταξα και τα κοσμήματα της γυναίκας μου. Μετά πήγα στο κρεβάτι μου, όπου λόγω του κρασιού και των χαπιών που είχα πάρει με πήρε ο ύπνος. Το πρωί στις 7 παρά τέταρτο ξύπνησα και πήρα τηλέφωνο το ΑΤ Αγίας Βαρβάρας και είπα ότι κάποιοι άγνωστοι μπήκαν στο σπίτι μου».
Στην δικογραφία που απέστειλαν οι αστυνομικοί στον εισαγγελέα, περιλαμβάνεται μεταξύ άλλων, σύμφωνα με πληροφορίες, και η κατάθεση της ψυχολόγου που μίλησε με τον αδελφό της Στέλλας, ο οποίος της είπε πως έκλεψαν την αδελφή του μαζί με κάποια χαρτιά και χρυσαφικά.
«Ο μικρός ήταν απόλυτος, ότι δεν άκουσε τίποτα, μολονότι κάποια στιγμή ανέφερε ότι είχε κλειστά τα αυτιά του για να μην ακούσει, όπως χαρακτηριστικά είπε, ούτε κιχ. Όταν προσπάθησα να κατανοήσω τι εννοούσε ήταν μάλλον απρόθυμος να μου δώσει περισσότερες επεξηγήσεις. Τον ρώτησα αν θα μπορούσε ο μπαμπάς του να έχει ακούσει κάτι και μου απάντησε πως αυτό δεν θα μπορούσε να έχει συμβεί, επειδή φοράει πάντοτε, τόσο τη νύχτα όσο και κάποιες ώρες της ημέρας, ωτοασπίδες, γιατί τον ενοχλούν οι θόρυβοι».