Αμετάβλητος παρέμεινε τον Μάρτιο ο δείκτης οικονομικού κλίματος, στις 101,3 μονάδες (στην ίδια τιμή με τον Φεβρουάριο), επίδοση που είναι η υψηλότερη από τον Σεπτέμβριο του 2018 και επίσης υψηλότερη έναντι της αντίστοιχης περυσινής επίδοσης (99,0 μονάδες).
Όπως επισημαίνεται σε έρευνα οικονομικής συγκυρίας του ΙΟΒΕ, στη βιομηχανία και το λιανικό εμπόριο καταγράφεται επιδείνωση των προσδοκιών, σε αντίθεση με τις κατασκευές και τις υπηρεσίες, όπου σημειώνεται έντονη βελτίωση. Αντίστοιχα, στην πλευρά των νοικοκυριών, ο δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης ανακάμπτει ελαφρά, διατηρώντας τη γενική ανοδική τάση των τελευταίων μηνών.
«Η σχεδόν συνεχής αυτή άνοδος της καταναλωτικής εμπιστοσύνης είναι αναμενόμενη σε προεκλογική περίοδο, με βάση και την εμπειρία από προηγούμενα χρόνια. Στην πλευρά της παραγωγής, η μέτρηση αυτού του μήνα επιβεβαιώνει ως κυρίαρχο χαρακτηριστικό τη στάση αναμονής, καθώς προσεγγίζουμε μια σύνθετη εκλογική διαδικασία (ευρωεκλογών, περιφερειακών και εθνικών), επισημαίνεται στην έρευνα του ΙΟΒΕ στην οποία, μεταξύ άλλων, αναφέρονται τα εξής: «Μετά από την έξοδο, το καλοκαίρι, από το τελευταίο πρόγραμμα, το κλίμα κινείται οριζόντια, άλλοτε με βελτίωση και άλλοτε με επιδείνωση σε επιμέρους κλάδους. Στο διάστημα αυτό ουσιαστικές και μη αναμενόμενες μεταβολές δεν έχουν επέλθει στην οικονομική πολιτική, με εξαίρεση τη διάσταση ορισμένων παροχών και επιδομάτων. Η πρόσφατη έξοδος του ελληνικού δημοσίου στις αγορές κεφαλαίου, με έκδοση 10ετούς ομολόγου, για πρώτη φορά από το 2010 και επιτόκιο ελαφρώς χαμηλότερο του 4%, αντανακλά σταδιακά ανερχόμενη εμπιστοσύνη των επενδυτών στις μεσοπρόθεσμες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Όμως, η χώρα απέχει σημαντικά από την επενδυτική βαθμίδα πιστοληπτικής αξιολόγησης και την ομαλή χρηματοδότησή της, υπάρχει καθυστέρηση στην εφαρμογή της συμφωνίας μετα-μνημονιακής παρακολούθησης, ενώ ταυτόχρονα τα δεδομένα στο ευρωπαϊκό και λοιπό οικονομικό περιβάλλον δείχνουν τάση για σχετική επιδείνωση. Συνολικά, η συνέχιση της τάσης αναμονής στις προσδοκίες δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένη και θα εξαρτηθεί την προσεχή περίοδο από τις επιμέρους αποφάσεις πολιτικής και την εφαρμογή εκκρεμουσών μεταρρυθμίσεων (όπως για τη διαχείριση “κόκκινων δανείων”, τη διευθέτηση ληξιπρόθεσμων οφειλών στο δημόσιο και άλλα), καθώς και τις εξελίξεις στις δημοσιονομικές επιδόσεις».