Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) «δεν αμφιβάλει ότι είναι απαραίτητη μια αναδιάρθρωση» του χρέους της Ελλάδας, δήλωσε σε συνέντευξή της η διευθύντριά του Κριστίν Λαγκάρντ. Το ποσοστό του ελληνικού χρέους που πρέπει να αναδιαρθρωθεί θα καθοριστεί από την ανάλυση της βιωσιμότητάς του, πρόσθεσε η ίδια στη συνέντευξη που παραχώρησε στη γερμανική εφημερίδα Die Welt, για το ελληνικό πρόγραμμα και τις προϋποθέσεις που θέτει το ταμείο ώστε να παραμείνει σε αυτό.
Σε ό,τι αφορά το πρωτογενές πλεόνασμα της Ελλάδας, το Ταμείο εκτιμά ότι το 1,5% είναι ένα λογικό ποσοστό. «Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο βασίζεται τόσο στην ανάλυση των οικονομικών δεικτών όσο και στην ανάλυση της βιωσιμότητας του χρέους. Μακροπρόθεσμα πιστεύουμε ότι πλεόνασμα 1,5% πριν την πληρωμή των δόσεων για το χρέος θα είναι λογικό με βάση τα όσα έχει υποστεί η ελληνική οικονομία και τις μεταρρυθμίσεις που έχουν κάνει οι Έλληνες. Αν οι Ευρωπαίοι κρίνουν διαφορετικά, τότε θα πρέπει αυτό να το λάβουμε υπόψη μας. Αλλά δεν μπορούμε να υιοθετήσουμε παράλογες προβλέψεις ή να χτίσουμε πάνω σε αδικαιολόγητα μακροοικονομικά πλαίσια», σημείωσε η Λαγκάρντ.
Όταν ρωτήθηκε για τη συμμετοχή ή μη του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα, η διευθύντρια του Ταμείου απάντησε: «Είναι πιθανό το ΔΝΤ να συμμετάσχει στο ελληνικό πρόγραμμα, όπως επιθυμεί η ελληνική κυβέρνηση, με την προϋπόθεση ότι θα οριστούν και θα εφαρμοσθούν μεταρρυθμίσεις και ότι το βάρος του χρέους θα έχει προσαρμοστεί στην ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους».
«Αν το ελληνικό χρέος δεν είναι βιώσιμο σύμφωνα με τους κανόνες του ΔΝΤ και στη βάση λογικών παραμέτρων δεν θα συμμετάσχουμε στο πρόγραμμα. Ο βαθμός της αναδιάρθρωσης θα καθοριστεί από την ανάλυσή βιωσιμότητας του χρέους, αλλά δεν υπάρχει καμία αμφιβολία στο μυαλό μας ότι ένας βαθμός αναδιάρθρωσης είναι απαραίτητος», εξήγησε η Λαγκάρντ.
Για το αν υπάρχει σύγκλιση απόψεων μεταξύ Ευρωπαίων και ΔΝΤ για το μακροπρόθεσμο πρωτογενές πλεόνασμα η Κριστίν Λαγκάρντ επαναλαμβάνει ότι η χρηματοδότηση από το Ταμείο βασίζεται τόσο στο δημοσιονομικό «μονοπάτι» όσο και στην ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους.
Τέλος, αιτιολόγησε την καθυστέρηση του ΔΝΤ -συγκριτικά με τους Ευρωπαίους- να λάβει μια απόφαση για την Ελλάδα, λέγοντας ότι «αφενός θέλουμε ισχυρές μεταρρυθμίσεις, και σε αυτό πλησιάζουμε, η ομάδα μας θα επιστρέψει στην Ελλάδα για να διαπραγματευτεί ώστε να υπάρξει μια δεσμευτική συμφωνία ανάμεσα σε όλες τις πλευρές και αφετέρου θέλουμε ένα χρέος που να είναι βιώσιμο, και γι’ αυτό θα χρειαστεί η αναδιάρθρωση».