Τη θέση του ΔΝΤ ότι η συμφωνία για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους πρέπει να είναι «σύμφωνη με τους κανόνες του ΔΝΤ» εξέφρασε η επικεφαλής του Ταμείου, Κριστίν Λαγκάρντ σε εκδήλωση του Ινστιτούτου Bruegel στις Βρυξέλλες για την πορεία της παγκόσμιας οικονομίας.
Η κα Λαγκάρντ ανέφερε ότι το εύρος της ελάφρυνσης του χρέους θα αποφασιστεί το 2018, δηλαδή μετά το τέλος του προγράμματος, ωστόσο τώρα πρέπει να αποφασιστούν οι «τεχνικές λεπτομέρειές» της.
Η ίδια εξήγησε ότι προκειμένου να μπορεί να προτείνει στο ΔΣ του Ταμείου τη συμμετοχή του στο ελληνικό πρόγραμμα, πρέπει να υπάρχει «ικανοποιητικό επίπεδο δέσμευσης» από τους πιστωτές της Ελλάδας για την ελάφρυνση του χρέους.
Ανέφερε ότι οι εξελίξεις στο ελληνικό ζήτημα τις “τελευταίες εβδομάδες” είναι στη “σωστή κατεύθυνση” και ότι συμφωνήθηκε τελικά ένα “πακέτο πολιτικών” για να στηρίξει την ελληνική οικονομία.
Αυτό το πακέτο, σημείωσε, θα νομοθετηθεί τώρα και θα εφαρμοστεί σε περίοδο που οι “συνθήκες ανάπτυξης” θα έχουν βελτιωθεί.
Αναφερόμενη συγκεκριμένα στη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού, τόνισε πως είναι λάθος να κατηγορείται το ΔΝΤ ότι ζητάει περισσότερη “λιτότητα”, καθώς αυτό που ζητάει είναι την εφαρμογή όσων έχουν συμφωνηθεί το 2016, χωρίς να ανασταλούν οι ήδη εφαρμοσμένες μεταρρυθμίσεις.
Πρόσθεσε ότι το πακέτο αυτό περιλαμβάνει μεταρρυθμίσεις στο φόρο εισοδήματος που διευρύνουν τη φορολογική βάση.
Σε ό,τι αφορά τα επόμενα βήματα ανέφερε πως αφού ολοκληρωθεί η εφαρμογή των δεσμεύσεων αυτών, τότε θα πρέπει να συζητηθεί η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους και η αναδιάρθρωση που θα χρειαστεί.
Η ίδια επισήμανε ότι θα ήθελε να μπορούσε να μιλήσει “για νίκη στην Ελλάδα”, αλλά αυτό είναι κάτι που θα πρέπει να κάνουν οι ίδιοι οι Έλληνες.
Όλοι ξέρουμε και σκεφτόμαστε τη μεσαία τάξη, που σήκωσε το μεγαλύτερο βάρος στην εφαρμογή αυτού του προγράμματος, όλοι ξέρουμε την ανεργία και ειδικά των νέων στην Ελλάδα και όλοι ξέρουμε πόσοι νέοι επιστήμονες έχουν εγκαταλείψει τη χώρα, συμπλήρωσε.
Ερωτηθείσα σχετικά με τις επενδύσεις στην Ελλάδα, η Κρ. Λαγκάρντ ανέφερε πως η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης προκειμένου να επιστρέψουν οι επενδύσεις είναι ο βασικός στόχος του ΔΝΤ.
Σε ό,τι αφορά τις ιδιωτικοποιήσεις αναφέρθηκε στο Ταμείο Ιδιωτικοποιήσεων που έχει συσταθεί και σημείωσε πως αναμένεται να τεθεί σε πλήρη λειτουργία προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι για έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις. Συμπλήρωσε, μάλιστα, πως υπάρχουν πολλές δυνατότητες στον τομέα των ιδιωτικοποιήσεων που έχουν υπογραμμιστεί εδώ και επτά χρόνια και εξέφρασε την ελπίδα ότι με λίγη «αποφασιστικότητα» το εν λόγω Ταμείο θα προχωρήσει και θα προσελκύσει επενδυτές.
Απαντώντας σε ερώτηση σχετικά τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, ανέφερε πως η θέση του ΔΝΤ είναι ότι το επίπεδο «συνεργασίας, ενσωμάτωσης και αποτελεσματικότητας» των συλλογικών συμβάσεων πρέπει να είναι τέτοιο που να υποστηρίζει τη μείωση των ανισοτήτων και να μη δημιουργεί εμπόδια στην «ευελιξία, την προσαρμοστικότητα και τη σύνδεση τους κόστους εργασίας και της παραγωγικότητας» έτσι ώστε να διασφαλίζεται η «πρόοδος».
Αναφερόμενη νωρίτερα στην ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας είπε ότι αποκτά δυναμική, αλλά θα μπορούσε να περιορισθεί από τον προστατευτισμό που απειλεί σήμερα το παγκόσμιο εμπόριο.
Μιλώντας πριν από τις συνόδους του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας, που θα πραγματοποιηθούν την επόμενη εβδομάδα στην Ουάσιγκτον, η Λαγκάρντ κάλεσε τις χώρες να ενισχύσουν τη μεταπολεμική αρχιτεκτονική για το ελεύθερο εμπόριο, συνεργαζόμενες πολυμερώς για την επίλυση εμπορικών ζητημάτων, όπως ο περιορισμός των υπερβολικών εξωτερικών ανισορροπιών.
Στη γραπτή ομιλία της δεν αναφέρθηκε ειδικά στην εμπορική ατζέντα «πρώτα η Αμερική» του Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, η οποία αποσκοπεί στον περιορισμό των εισαγωγών στη χώρα. Σημείωσε, όμως, ότι ο περιορισμός του εμπορίου θα είναι ένας «αυτοτραυματισμός» που θα αποδιαρθρώσει τις εφοδιαστικές αλυσίδες και θα αυξήσει τις τιμές των ενδιάμεσων και καταναλωτικών προϊόντων, πλήττοντας περισσότερο τους φτωχούς.
Για πρώτη φορά μετά από χρόνια, είπε η Λαγκάρντ, η παγκόσμια οικονομία «είναι ανέμελη», με το Ταμείο να ετοιμάζεται να ανακοινώσει στις 18 Απριλίου τις νέες εκτιμήσεις του για την ανάπτυξη. «Τα καλά νέα είναι ότι, μετά από έξι χρόνια απογοητευτικής ανάπτυξης, η παγκόσμια οικονομία αποκτά δυναμική, καθώς μία κυκλική ανάκαμψη διατηρεί την προοπτική για περισσότερες θέσεις εργασίας, υψηλότερα εισοδήματα και μεγαλύτερη ευημερία στο μέλλον». Οι προοπτικές, πρόσθεσε, είναι καλύτερες για τις αναπτυγμένες οικονομίες, όπου η μεταποιητική δραστηριότητα είναι ισχυρότερη, καθώς και για τις αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες οικονομίες, οι οποίες θα συνεισφέρουν περισσότερο από τα τρία τέταρτα της αύξησης του παγκόσμιου ΑΕΠ φέτος. Οι υψηλότερες τιμές του πετρελαίου και των πρώτων υλών έχουν βοηθήσει πολλούς εξαγωγείς πρώτων υλών, αλλά τα έσοδά τους θα παραμείνουν χαμηλότερα σε σχέση με τα χρόνια της μεγάλης ανόδου.
«Ταυτόχρονα», συνέχισε η Λαγκάρντ, «υπάρχουν σαφείς καθοδικοί κίνδυνοι: η πολιτική αβεβαιότητα, περιλαμβανομένης αυτής στην Ευρώπη, η δαμόκλειος σπάθη του προστατευτισμού που επικρέμαται πάνω από το παγκόσμιο εμπόριο και οι πιο σφιχτές χρηματοπιστωτικές συνθήκες διεθνώς, που θα μπορούσαν να προκαλέσουν άτακτες εκροές κεφαλαίων από τις αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες οικονομίες». Επανέλαβε την έκκλησή της να χρησιμοποιούν οι χώρες τη δημοσιονομική και τη νομισματική πολιτική για να ενισχύσουν τη ζήτηση και τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για να κάνουν τις οικονομίες πιο αποδοτικές.
Εξέφρασε, επίσης, ανησυχία για τη χαμηλή αύξηση της παραγωγικότητας και ζήτησε περισσότερες επενδύσεις σε έρευνα. Η επικεφαλής του ΔΝΤ είπε ότι το εμπόριο προωθεί την αποδοτικότητα και την καινοτομία, επικαλούμενη μία έρευνα του Ταμείου που πρόκειται να δημοσιευθεί και η οποία εκτιμά ότι το 10% της συνολικής αύξησης της παραγωγικότητας στις αναπτυγμένες οικονομίες, από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 έως τα μέσα της δεκαετίας του 2000, οφείλεται στην ενσωμάτωση της Κίνας στο παγκόσμιο εμπορικό σύστημα.
Οι κυβερνήσεις πρέπει, επίσης, να βρουν καλύτερους τρόπους για να βοηθούν τους εργαζόμενους που χάνουν τις θέσεις εργασίας τους λόγω της τεχνολογίας και του εμπορίου, σημείωσε η Λαγκάρντ. «Δεν υπάρχει μαγική φόρμουλα. Γνωρίζουμε, όμως, ότι η μεγαλύτερη έμφαση στην επανεκπαίδευση και την επαγγελματική εκπαίδευση, στη βοήθεια αναζήτησης εργασίας και στη στήριξη για μετεγκατάσταση μπορεί να βοηθήσει όσους επηρεάζονται από την αναστάτωση της αγοράς εργασίας».