Για την ανάγκη να γίνουν «πολύ περισσότερες επενδύσεις απ’ όσες γίνονται» ώστε να επιτευχθεί «αναπτυξιακή εκτίναξη της εξωστρέφειας» γράφει ο επικεφαλής οικονομολόγος του ΣΕΒ Μιχάλης Μασουράκης, στο «Περιοδικό Πρακτορείο», που κυκλοφορεί από σήμερα.
Ακολουθεί ολόκληρο το άρθρο του κ. Μασουράκη:
Η απόφαση για την ελάφρυνση (και την εξομάλυνση) των πληρωμών εξυπηρέτησης του χρέους που συμφωνήθηκε στο Συμβούλιο Υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης στις 21 Ιουνίου 2018, σηματοδοτεί μια 15ετή περίπου περίοδο όπου οι αγορές θα θεωρούν το ελληνικό χρέος οιονεί βιώσιμο. Έτσι, ανοίγει η πόρτα πρόσβασης του Δημοσίου, αλλά και των ελληνικών τραπεζών και επιχειρήσεων, σε δανεισμό με ευνοϊκότερους για τη χώρα μας όρους. Οι μεταφορές πληρωμών τόκων και χρεολυσίων στο μέλλον θα γίνεται με τρόπο ώστε οι ακαθάριστες δανειακές ανάγκες του κράτους (χρεολύσια ∓ δημοσιονομικό έλλειμμα ή πλεόνασμα) να μην υπερβαίνουν ποτέ το 15% του ΑΕΠ, καθώς σε διαφορετική περίπτωση το χρέος δεν θεωρείται βιώσιμο και θα καθίσταται ανέφικτη η προσφυγή στις αγορές για την ανανέωση των δανείων που λήγουν. Όλα αυτά, βεβαίως, υπό την προϋπόθεση ότι η χώρα επιτυγχάνει πρωτογενή πλεονάσματα (τα έσοδα να υπερκαλύπτουν τις δαπάνες του κράτους εξαιρουμένων των πληρωμών τόκων) ύψους 3,5 π.μ. του ΑΕΠ μέχρι το 2022 και κατά μέσο όρο 2,2 π.μ. του ΑΕΠ την περίοδο από εκεί και πέρα μέχρι το 2060.
Ο συνδυασμός αυτός δημοσιονομικής πειθαρχίας και ελάφρυνσης του χρέους δημιουργεί μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στις αγορές, ώστε να γίνουν επενδύσεις και να ενισχυθεί η ανάπτυξη. Αυτό από μόνο του, όμως, δεν φτάνει. Απαιτείται και η δημιουργία ενός φιλικού προς την επιχειρηματικότητα και τις επενδύσεις περιβάλλοντος, ώστε να διευκολύνονται, και όχι να εμποδίζονται, οι επενδυτές που θέλουν να επενδύσουν στη χώρα μας. Πρέπει, επίσης, να μειωθεί η εξαντλητική φορολογία στην εργασία και τις επιχειρήσεις και να δοθούν φορολογικά κίνητρα στις επιχειρήσεις, που κάνουν επενδύσεις.
Μας δίνεται σήμερα η ευκαιρία να αφήσουμε πίσω μας την Ελλάδα των ελλειμμάτων, του δημοσιονομικού εκτροχιασμού και του άφρονος δανεισμού. Ήδη, η οικονομία ανακάμπτει με οδηγό τις ιδιωτικές επενδύσεις και τις εξαγωγές αγαθών (μεταποίηση βασικά) και υπηρεσιών (τουρισμός, ναυτιλία, κλπ.). Η ιδιωτική κατανάλωση, όμως, παραμένει ασθενής, καθώς το διαθέσιμο εισόδημα συμπιέζεται από την υπερφορολόγηση και τη λιτότητα (περικοπές συντάξεων, κλπ.). Αλλά και η υποκατάσταση εισαγωγών δεν έχει τη δυναμική που απαιτείται για την αναπτυξιακή εκτίναξη της εξωστρέφειας.
Κλειδί, λοιπόν, παραμένουν οι επενδύσεις. Οι επενδύσεις, όμως, που γίνονται σήμερα είναι ανεπαρκείς, μιας και δεν βάζουμε στην άκρη και δεν επενδύουμε ως κοινωνία, όσα απαιτούνται αφενός για να συντηρήσουμε τον κεφαλαιακό εξοπλισμό που απαξιώνεται (αποσβέσεις) και αφετέρου για να τον επεκτείνουμε (επενδύσεις μείον αποσβέσεις) με νέα πάγια (εργοστάσια, μαγαζιά, γραφεία, κατοικίες, κλπ.). Χρειάζονται, συνεπώς, πολύ περισσότερες επενδύσεις απ’ όσες γίνονται για να αρχίσει να βελτιώνεται το βιοτικό επίπεδο του πληθυσμού. Απαιτείται προς τούτο ένα Μνημόνιο ελληνικής έμπνευσης και ιδιοκτησίας, με φιλοεπενδυτικές μεταρρυθμίσεις, που θα κάνει τη χώρα μας να ξεχωρίζει στις διεθνείς αγορές ως επενδυτικό προορισμό υψηλών προδιαγραφών. Η κυβέρνηση χρειάζεται, επίσης, να βγει και να διαφημίσει τη χώρα, να παρουσιάσει, στο επενδυτικό κοινό που ψάχνει που να επενδύσει τα χρήματά του, τις ευκαιρίες για επενδύσεις που παραμένουν ανεκμετάλλευτες στη χώρα μας. Άλλες χώρες το κάνουν. Πρέπει να το κάνουμε και εμείς.