Για την 01-01-2023 από την 01-01-2022 που ισχύει, μετατίθεται η έναρξη αύξησης των κύριων συντάξεων με κ.υ.α., βάσει των οριζόμενων συντελεστών (ΑΕΠ και Δείκτη Τιμών Καταναλωτή).
«Η περαιτέρω περιστολή της συνταξιοδοτικής δαπάνης και, μέσω της παράτασης έως το τέλος του 2022, της έναρξης ισχύος της προσαύξησης των συντάξεων, θα επιτρέψει την απελευθέρωση πόρων για την ενίσχυση άλλων κοινωνικών δαπανών στις οποίες η Ελλάδα υστερεί σημαντικά έναντι άλλων χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα την έλλειψη επαρκούς προστασίας για ευάλωτες κοινωνικές ομάδες», σύμφωνα με τροπολογία του υπουργείου Εργασίας, που κατατέθηκε στο σχέδιο νόμου του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, με τίτλο «Κύρωση της τροποποιημένης συμφωνίας για την ίδρυση της Γενικής Επιτροπής Αλιείας για τη Μεσόγειο».
Συγκεκριμένα, με την υπόψη τροπολογία, μετατίθεται για την 01-01-2023 από την 01-01-2022 που ισχύει, η έναρξη αναπροσαρμογής (αύξησης) των κύριων συντάξεων με κ.υ.α., βάσει των οριζόμενων συντελεστών (ΑΕΠ και Δείκτη Τιμών Καταναλωτή). Όπως διευκρινίζεται, από την προτεινόμενη διάταξη, επέρχεται επί του προϋπολογισμού του Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ-ΝΠΔΔ επιχορηγούμενο από τον κρατικό προϋπολογισμό-φορέας Γενικής Κυβέρνησης) εξοικονόμηση δαπάνης για το οικονομικό έτος 2022, ύψους 250 εκατ. ευρώ περίπου, από τη μετάθεση κατά ένα ακόμη έτος του χρόνου αναπροσαρμογής των κύριων συντάξεων.
«Ενδεικτικό είναι πως, σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ (2015), το ποσοστό πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας, μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις, ανέρχεται στο 21,4% και, ειδικότερα, στο 26,6%, 22,5% και 13,7% για ηλικίες 0-17, 18-64 και 65+, αντιστοίχως, ενώ, κατά τα έτη της οικονομικής κρίσης, μεγαλύτερη αύξηση σημειώθηκε στις δύο πρώτες ηλικιακές κατηγορίες. Επιπλέον, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat (2014), οι κοινωνικές δαπάνες για ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, οικογενειακά επιδόματα, επιδόματα στέγασης και επιδόματα ανεργίας ανέρχονται στο 6,7%, 1,1%, 1,1% και 0,4% του ΑΕΠ, αντιστοίχως, σε σύγκριση με 10,1%, 2,4%, 1,4% και 1% για το μέσο όρο της ΕΕ. Ως εκ τούτου και με δεδομένο τον περιορισμένο δημοσιονομικό χώρο, η αναδιανομή πόρων εντός του κοινωνικού προϋπολογισμού θα συμβάλει στην αποτελεσματική προστασία των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων. Προς το σκοπό αυτό, με το ν. 4472/2017, θεσπίστηκαν μέτρα κοινωνικής προστασίας, όπως το επίδομα στέγασης, η ενίσχυση των οικογενειακών επιδομάτων, η μείωση της συμμετοχής στη φαρμακευτική περίθαλψη και η δημιουργία νέων προγραμμάτων εργασίας για την καταπολέμηση της ανεργίας. Όπως προκύπτει από τα παραπάνω, η παρέμβαση στη συνταξιοδοτική δαπάνη, ύψους 1% του ΑΕΠ, η οποία θα τεθεί σε εφαρμογή, από 01.01.2019, εδράζεται σε υπέρτερους λόγους δημοσίου συμφέροντος και, συγκεκριμένα, στην επιτυχή ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης του προγράμματος οικονομικής προσαρμογής, που θα επιτρέψει την άμεση και σταθερή χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας και τη ρύθμιση του δημόσιου χρέους, στη διασφάλιση της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος, καθώς και στην ενίσχυση άλλων κατηγοριών δαπανών του κοινωνικού φακέλου» επισημαίνεται στην αιτιολογική έκθεση.
Μεταξύ άλλων, στην τροπολογία σημειώνεται ότι, «για την επίτευξη των ανωτέρω στόχων, προβλέπεται ότι οι ενιαίοι κανόνες υπολογισμού της συνταξιοδοτικής παροχής εφαρμόζονται και σε όσους είχαν καταστεί συνταξιούχοι, κατά την έναρξη ισχύος του ν. 4387/2016, ενώ, στην περίπτωση που το καταβαλλόμενο ποσό των συντάξεων αυτών είναι μεγαλύτερο από αυτό που προκύπτει από τον υπολογισμό τους, βάσει των ενιαίων κανόνων, περικόπτεται το υπερβάλλον ποσό, μέχρι ποσοστού 18%. Με τη ρύθμιση αυτή, περιορίζεται η διαφορετική μεταχείριση μεταξύ παλαιών και νέων συνταξιούχων, ενόφει και της αρχής της αλληλεγγύης των γενέων και του δικαιότερου επιμερισμού του βάρους από την αναδιάρθρωση του συνταξιοδοτικού συστήματος, κατά τρόπο ώστε τις αρνητικές συνέπειές της να μην υφίσταται αποκλειστικώς η τελευταία από τις προαναφερόμενες κατηγορίες. Ταυτόχρονα, κατ’ εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης, στην περίπτωση που το καταβαλλόμενο ποσό των συντάξεων είναι μικρότερο από αυτό που προκύπτει από τον υπολογισμό τους, βάσει των ενιαίων κανόνων, η ως άνω θετική προσωπική διαφορά θα καταβάλλεται στους δικαιούχους, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4387/2016».