«Η πορεία της Ελλάδος, η οποία κατόρθωσε να δανειστεί με αρνητικά επιτόκια ενώ πριν από λίγα χρόνια βρέθηκε στα πρόθυρα της κατάρρευσης, αποτελεί αναμφίβολα ένα success story, το οποίο οφείλεται στις προσπάθειες των κυβερνήσεων, αλλά και το σκληρό τίμημα που αναγκάστηκαν να καταβάλουν οι πολίτες της».
Αυτό ανέφερε ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Μάριο Ντράγκι, απαντώντας σε σχετική ερώτηση από τους New York Times, κατά τη διάρκεια της τελευταίας συνέντευξης Τύπου που παρεχώρησε. Ο ίδιος εμφανίστηκε αισιόδοξος για την περαιτέρω πορεία της Ελλάδος, εκτιμώντας ότι δεν διαφαίνεται κίνδυνος «ν΄αλλάξει η πολιτική των μεταρρυθμίσεων, που συνέβαλε στην έξοδο της χώρας από την κρίση». «Είναι μία καλή εποχή για την Ελλάδα, αλλά και για την Ευρώπη» ανέφερε χαρακτηριστικά.
Ο απερχόμενος πρόεδρος της ΕΚΤ δέχθηκε πλήθος προσωπικών ερωτήσεων οι οποίες αφορούσαν τόσο τα επόμενα βήματα που σκοπεύει να ακολουθήσει, μετά την ολοκλήρωση της θητείας του στην ΕΚΤ, όσο και απολογιστικού χαρακτήρα για τις επιλογές του σε κεντρικά θέματα πολιτικής ως πρόεδρος της Τράπεζας.
Απαντώντας για τα μελλοντικά του σχέδια, παρέπεμψε στη σύζυγό του, καθώς δεν θέλησε ν΄ανοίξει τα χαρτιά του.
Υπερασπίστηκε, ωστόσο, όλες τις πολιτικές αποφάσεις που έλαβε στη διάρκεια της θητείας του, παρόλο που κάποιες εξ αυτών, όπως τα αρνητικά επιτόκια για παράδειγμα, έχουν αμφισβητηθεί έντονα, κυρίως από τη γερμανική πλευρά.
Στη σημερινή συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου, στην οποία συμμετείχε ως παρατηρήτρια η Κριστίν Λαγκάρντ, η οποία αναλαμβάνει τη θέση του προέδρου από την 1η Νοεμβρίου, αποφασίστηκε η συνέχιση της ακολουθούμενης χαλαρής νομισματικής πολιτικής. Το «τελευταίο μήνυμα» που θέλησε να στείλει ο απερχόμενος πρόεδρος Μ. Ντράγκι ήταν ότι τα επιτόκια θα παραμείνουν σε χαμηλά επίπεδα για πολύ καιρό ακόμη. Και τούτο, διότι, όπως προειδοποίησε, η μεγαλύτερη απειλή που αντιμετωπίζει στην παρούσα φάση η ευρωπαϊκή οικονομία συνδέεται με τον κίνδυνο της ύφεσης. Στο πλαίσιο αυτό, υποστήριξε ότι τα έκτακτα μέτρα που έλαβε η ΕΚΤ τον περασμένο μήνα ήταν απολύτως επιβεβλημένα. Μάλιστα πήγε ένα βήμα παραπέρα, καλώντας τις κυβερνήσεις της ευρωζώνης να θεσπίσουν μεταρρυθμίσεις για τη βελτίωση της παραγωγικότητας και των αγορών εργασίας και να χρησιμοποιήσουν τη δημοσιονομική πολιτική για την περαιτέρω τόνωση της οικονομίας.
«Όλες οι χώρες πρέπει να εντείνουν τις προσπάθειές τους για να επιτύχουν μια πιο φιλική προς την ανάπτυξη σύνθεση των δημόσιων οικονομικών», δήλωσε χαρακτηριστικά.