«Αυτό που χρειάζεται η ελληνική οικονομία περισσότερο από κάθε τι άλλο, είναι η ψήφος εμπιστοσύνης των ξένων επενδυτών. Αν οι ξένοι επενδύσουν στην χώρα, θα στείλουν ισχυρό μήνυμα στους Έλληνες καταθέτες και επιχειρήσεις ότι οι κίνδυνοι έχουν υποχωρήσει και τα χρήματα μπορούν να επανέλθουν στο τραπεζικό σύστημα. Τότε θα ανοίξει ο ενάρετος κύκλος της οικονομίας» δηλώνει στο πρακτορείο Bloomberg o καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Π. Τσακλόγλου, εκ των διαπραγματευτών για τα προγράμματα στήριξης την περίοδο 2012-2014.
Οπως αναφέρει το Bloomberg, μετά την έξοδο της Ελλάδας από το πρόγραμμα στήριξης, οι τράπεζες δέχονται αυξημένο αριθμό αιτήσεων για χορήγηση δανείων από φυσικά πρόσωπα και επιχειρήσεις. Οι τέσσερις συστημικές τράπεζες πρόκειται να διοχετεύσουν στην οικονομία έως και 11 δισ. ευρώ φέτος, με τη μορφή νέων δανείων. Το ποσόν για το 2017 ήταν 8,6 δισ. Ωστόσο, ίσως αυτός ο δανεισμός να μην αρκεί για την επανεκκίνηση της οικονομίας που έχει απολέσει το ένα τέταρτο του μεγέθους της και δυσκολεύεται να επανέλθει σε ανοδική πορεία. «Υπάρχουν επενδυτικές ευκαιρίες στην Ελλάδα, αλλά και έλλειψη χρηματοδότησης. Έστω και όταν διατίθεται ρευστότητα, το κόστος είναι πολύ υψηλό», δήλωσε ο Π. Τσακλόγλου.
Το 2017 ήταν η καλύτερη χρονιά για την Ελλάδα μετά το 2006, όσον αφορά τις άμεσες ξένες επενδύσεις, που ανήλθαν στα 3,6 δισ. ευρώ. Το μέγεθος αυτό όμως είναι εξαιρετικά χαμηλό για να υποστηριχθεί μια βιώσιμη ανάκαμψη της οικονομίας. «Οι πραγματικές επενδύσεις παραμένουν στο 40% του επιπέδου πριν από την κρίση και αποτελούν μόλις το 13% του ΑΕΠ, έναντι 25% πριν την κρίση», αναφέρεται σε έκθεση της HSBC του Ιουλίου, επισημαίνοντας πως η Ελλάδα έχει πλέον την ευκαιρία να είναι περισσότερο ανοικτή στις άμεσες ξένες επενδύσεις, που θα ενισχύσουν το αναπτυξιακό δυναμικό της. «Αυτό που μπορεί να ξεκλειδώσει τις επενδύσεις είναι το γεγονός ότι τα ελληνικά περιουσιακά στοιχεία είναι φθηνά και μεγάλο τμήμα των ανέργων είναι επαρκώς εκπαιδευμένο και μπορεί να απασχοληθεί με ανταγωνιστικές αμοιβές», δήλωσε ο Τσακλόγλου. Εν τω μεταξύ, οι ελληνικές τράπεζες επείγονται να μειώσουν τον όγκο των μη εξυπηρετούμενων δανείων τους και να διασφαλίσουν πως τα νέα χορηγούμενα δάνεια είναι ασφαλή. Οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις καταγράφουν καλύτερες επιδόσεις. Οι τράπεζες έχουν διαθέσιμα περισσότερα κεφάλαια για μεγάλες επιχειρήσεις, που μπορούν να καταθέσουν τις ζητούμενες εγγυήσεις ευκολότερα.