Με δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας που υπερβαίνουν το 5,9% στο δυσμενές σενάριο πέρασαν τα τεστ αντοχής (stress tests) οι τέσσερεις ελληνικές τράπεζες.
H Alpha Bank εμφάνισε την ισχυρότερη επίδοση μεταξύ των τραπεζών και ολοκλήρωσε το τεστ με δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας 20,37% με το βασικό σενάριο και 9,69% με το δυσμενές. Η Eurobank εμφάνισε δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας 16,56% με το βασικό και 6,75% με το δυσμενές σενάριο, η Εθνική 15,99% με το βασικό και 6,92% με το δυσμενές ενώ η Τράπεζα Πειραιώς 14,52% με το βασικό και 5,9% με το δυσμενές.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση που εξέδωσε ο ελεγκτικός βραχίονας της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (EKT) o SSM, ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας:
*της Πειραιώς διαμορφώνεται στο 5,9%,
*της Εθνικής στο 6,92%,
*της Εurobank στο 6,75%
*της Αlpha Bank στο 9,69%.
Σύμφωνα με τον SSM η συνολική απομείωση (ζημιά ) που προκύπτει στα κεφάλαια των τεσσάρων τραπεζών στο δυσμενές σενάριο ανέρχεται σε 15,5 δισ. ευρω.
Στα 15,5 δισ. ευρώ φθάνει η μείωση του κεφαλαίου που θα υποστούν οι ελληνικές τράπεζες αν επαληθευτούν οι παραδοχές του δυσμενούς σεναρίου της ΕΚΤ, όπως προκύπτει από τα αποτελέσματα των stress tests.
Σύμφωνα με την ΕΚΤ τα αποτελέσματα της άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων του 2018 για τις ελληνικές σημαντικές τράπεζες δείχνουν ότι η μέση μείωση κεφαλαίου υπό το δυσμενές σενάριο, το οποίο καλύπτει τριετή περίοδο και βασίζεται σε υπόθεση για στατικούς ισολογισμούς, ήταν 9 ποσοστιαίες μονάδες, που αντιστοιχούν σε 15,5 δισεκ. ευρώ. Η μείωση κεφαλαίου ήταν 8,56 ποσοστιαίες μονάδες για την Alpha Bank, 8,68 ποσοστιαίες μονάδες για την Eurobank, 9,56 ποσοστιαίες μονάδες για την Εθνική Τράπεζα Ελλάδος (ΕΤΕ) και 8,95 ποσοστιαίες μονάδες για την Τράπεζα Πειραιώς.
Όπως διευκρινίζει η ΕΚΤ στην ανακοίνωση η συγκεκριμένη άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων δεν περιελάμβανε κάποιο κατώτατο αποδεκτό όριο κεφαλαίου για το δυσμενές σενάριο. Επομένως από τη δοκιμασία δεν προκύπτει «επιτυχία ή αποτυχία» των τραπεζών.
Ωστόσο τα αποτελέσματά της, μαζί με άλλες σχετικές εποπτικές πληροφορίες, χρησιμοποιούνται για να σχηματιστεί μια συνολική εποπτική αξιολόγηση της κατάστασης μιας τράπεζας.
Σε κάθε περίπτωση η ΕΚΤ δεν κάνει στην ανακοίνωση της καμία αναφορά για την ανάγκη περαιτέρω κεφαλαιακής ενίσχυσης για κάποια εκ των τεσσάρων τραπεζών.
Υπενθυμίζεται ότι το δυσμενές σενάριο προέβλεπε μείωση του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος της χώρας (ΑΕΠ) κατά 1,3% το 2018 2,1% το 2019 και οριακή αύξηση κατά 0,2% το 2020. Τα αποτελέσματα της άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων διαμορφώθηκαν κατά κύριο λόγο από τους ακόλουθους παράγοντες κινδύνου:
– Πιστωτικός κίνδυνος: ενώ υπό το βασικό σενάριο η αρνητική επίδραση του πιστωτικού κινδύνου στους δείκτες κεφαλαίου CET1 ήταν κατά μέσο όρο περίπου 260 μονάδες βάσης, υπό το δυσμενές σενάριο αυξήθηκε στις 850 μονάδες βάσης.
– Καθαρά έσοδα από τόκους: τα καθαρά έσοδα από τόκους υπό το δυσμενές σενάριο μειώθηκαν κατά 22,5% σε σύγκριση με το βασικό σενάριο.
Η επόμενη μέρα
Μια νέα σελίδα για το εγχώριο τραπεζικό σύστημα σηματοδοτεί το αποτέλεσμα των τεστ αντοχής των ελληνικών τραπεζών
που στρέφονται πλέον με όλες τους τις δυνάμεις στην ενίσχυση
της αναπτυξιακής πορείας της χώρας που είναι σε εξέλιξη, μετά από μια δεκαετή σχεδόν πορεία μεγάλης κρίσης και ύφεσης.
Όπως έχουν επισημάνει κατ’ επανάληψη διοικητικά στελέχη τραπεζών, το εγχώριο τραπεζικό σύστημα είναι πλέον έτοιμο και έχει ξεκινήσει τη χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας, που στηρίζεται σε ένα νέο παραγωγικό μοντέλο με βάση την εξωστρέφεια και την καινοτομία.
Οι τράπεζες όπως τονίζουν τραπεζικά στελέχη διαθέτουν τόσο τα απαραίτητα κεφάλαια και τις υποδομές καθώς και ικανό και έμπειρο ανθρώπινο δυναμικό προκειμένου να εξυπηρετήσουν την πελατειακή τους βάση, νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Ειδικότερα στο επιχειρείν θα δοθεί έμφαση στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις που επλήγησαν καίρια από την κρίση και η συμβολή τους στην ενδυνάμωση των αναπτυξιακών ρυθμών της οικονομίας θα είναι καθοριστική.
Στο πλαίσιο αυτό οι τράπεζες ανακοινώνουν συγκεκριμένα ποσά χρηματοδοτήσεων με τα οποία θα ενισχύσουν την εθνική οικονομία.
Η Εθνική Τράπεζα ανακοίνωσε μέσα στην εβδομάδα ότι για την κρίσιμη αυτή συγκυρία για την ανάκαμψη της οικονομίας, το σύνολο των κεφαλαίων που υπολογίζει να διαθέσει για χρηματοδοτήσεις της οικονομίας είναι της τάξεως των 10 δισ. ευρώ την επόμενη τριετία.
Στο ίδιο μήκος κύματος και οι υπόλοιπες συστημικές τράπεζες, Τράπεζα Πειραιώς, Alpha Bank και Eurobank, έχουν στα «ταμεία» τους κεφάλαια για τη χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας και των επιμέρους τομέων της με βασικό στόχο να συμβάλλουν η κάθε μια με τις δυνάμεις τους στην αναπτυξιακή πορεία της χώρας.
Όπως επισημαίνουν με κάθε ευκαιρία επιτελικά τραπεζικά στελέχη το τελευταίο χρονικό διάστημα, οι επιχειρηματίες που έχουν βιώσιμα επιχειρηματικά σχέδια δεν θα πρέπει να διστάζουν να απευθύνονται στο τραπεζικό σύστημα για χρηματοδότηση.
Χαρακτηριστικές είναι οι συχνές αναφορές και δεσμεύσεις επιτελικών στελεχών όλων των συστημικών τραπεζών να χρηματοδοτούν κάθε επιχειρηματικό σχέδιο με καλές προοπτικές, ιδιαίτερα σε εξωστρεφείς δραστηριότητες. Ανάλογες δεσμεύσεις έχουν γίνει και από την Attica Bank που θα επικεντρωθεί στην χρηματοδότηση των μικρομεσαίων.
Σημαντικό ρόλο στην επίτευξη του καθοριστικού αυτού ρόλου που φιλοδοξούν να έχουν στην αναπτυξιακή πορεία της χώρας οι τράπεζες αποτελεί το γεγονός ότι έχουν καταφέρει να ελέγξουν μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, που αποτελούσε και εξακολουθεί να αποτελεί ζήτημα καίριας σημασίας. Οι στόχοι που έχουν τεθεί από τις εποπτικές αρχές επιτυγχάνονται και το σπουδαιότερο οι τράπεζες διαθέτουν πλέον την οργάνωση για να αντιμετωπίσουν το ζήτημα των κόκκινων δανείων, έχοντας πλέον και ο κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο.
Ταυτόχρονα με το ζήτημα των κόκκινων δανείων οι τράπεζες βρίσκονται μπροστά στην πρόκληση του ψηφιακού τους μετασχηματισμού, που θα τις οδηγήσει στην υιοθέτηση όλων των νέων τεχνολογικών σε ολόκληρη της δομή τους. Η διαδικασία αυτή έχει ήδη ξεκινήσει και σύμφωνα με συγκλίνουσες εκτιμήσεις οι επενδύσεις στον τομέα αυτό σε ορίζοντα τριετίας θα προσεγγίσουν το ένα δισ. ευρώ.