Την παραίτησή του ανακοίνωσε το μεσημέρι της Τετάρτης 16-5-2018 ο πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, Νίκος Σακελλαρίου, λίγες ημέρες πριν τη συνταξιοδότησή του, στα τέλη Ιουνίου, λόγω, όπως ανέφερε, των διαρροών των διασκέψεων για τον ασφαλιστικό νόμο (νόμος Κατρούγκαλου).
Ο κ. Σακελλαρίου εξαπέλυσε επίθεση εναντίον όσων δεν τηρούν το δικαστικό απόρρητο κάτι που, όπως είπε, έχει επιφέρει πλήγμα στο ΣτΕ.
Ο παραιτηθείς εξέφρασε τη αντίθεσή του για τις λανθασμένες διαρροές προς τον Τύπο ότι η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας έκρινε σε διάσκεψη, ως συνταγματικό τον νόμο Κατρούγκαλο, με τον οποίο περικόπτονται οι συντάξεις.
Ο απερχόμενος, πλέον, πρόεδρος του ΣτΕ ζήτησε από τους πολίτες να εξακολουθήσουν να έχουν εμπιστοσύνη στους δικαστές, επισημαίνοντας: «Υπάρχουν δικαστές εις τας Αθήνας».
Αναφερόμενος στο πρόσφατο παρελθόν και στις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας των τελευταίων ετών επί εποχής των μνημονίων, ο κ. Σακελλαρίου έκανε λόγο για «πλήρη επικυριαρχία του οικονομικού παράγοντος επί του θεσμικού» και προειδοποίησε για τους κινδύνους που ελλοχεύουν από την οικονομική κρίση.
Η παραίτηση του Νίκου Σακελλαρίου έγινε αποδεκτή από τον υπουργό Δικαιοσύνης Σταύρο Κοντονή.
Μετά την παραίτηση κι έως ότου το υπουργικό συμβούλιο αποφασίσει για τον διορισμό του νέου προέδρου του ΣτΕ, καθήκοντα προέδρου θα ασκεί ο αντιπρόεδρος Αθανάσιος Ράντος.
Για τις υποθέσεις του ασφαλιστικού νόμου καθήκοντα προέδρου θα ασκεί η αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας Μαίρη-Ειρήνη Σαρπ, ενώ για την υπόθεση του Τούρκου αξιωματικού, καθήκοντα προέδρου θα ασκεί ο αντιπρόεδρος Χρίστος Ράμμος.
Σε ερώτηση των δημοσιογράφων εάν δέχθηκε ο κ. Σακελλαρίου πιέσεις, η απάντηση ήταν αρνητική. Πρόσθεσε, δε, ότι δεν είναι στον χαρακτήρα του να αποδέχεται πιέσεις ή παραινέσεις από όπου κι αν προέρχονται αυτές.
Το πλήρες κείμενο της δήλωσης παραίτησης του Νίκου Σακελλαρίου από τη θέση του προέδρου του ΣτΕ είναι:
«Στην απόφασή μου αυτή κατέληξα μετά την πρόσφατη παραβίαση του απορρήτου της διασκέψεως του Δικαστηρίου σχετικά με το νέο ασφαλιστικό σύστημα και την εύλογη αναταραχή που προκάλεσε σε ολόκληρη την ελληνική κοινωνία.
Η αδιανόητη όσο και απαράδεκτη αυτή παραβίαση του δικαστικού απορρήτου, την οποία αντικειμενικά αδυνατώ να ελέγξω, επέφερε καίριο πλήγμα στην αξιοπιστία και το κύρος του θεσμού του Συμβουλίου της Επικρατείας και δεν μου επιτρέπει, πλέον, να εξακολουθήσω να ασκώ τα δικαστικά μου καθήκοντα με την δέουσα ηρεμία και νηφαλιότητα.
Η σημερινή απόφασίς μου – έστω και αν απέχει λίγες μόνον ημέρες από την υποχρεωτική αποχώρησή μου από την υπηρεσία δεν παύει – όσο επιβεβλημένη και αν είναι – να αποτελεί μία πολύ επώδυνη απόφαση, για μένα που διανύω το 42ο έτος της δικαστικής μου σταδιοδρομίας, έχοντας αφιερώσει τα περισσότερα χρόνια της ζωής μου στην υπηρεσία του Συμβουλίου της Επικρατείας, έναν θεσμό, τον οποίο αγαπώ και θα συνεχίσω να αγαπώ μέχρι το τέλος της ζωής μου
Έχω τη συνείδησή μου ήσυχη, διότι δεν αποχωρώ αμαχητί, αφού όλα αυτά τα χρόνια αγωνίσθηκα, με τη βοήθεια του Θεού, τον αγώνα τον καλό.
Τη στιγμή, όμως, αυτή η σκέψις μου στρέφεται στους απλούς πολίτες, που είναι τα θύματα των μνημονίων και της κλιμακούμενης επικυριαρχίας του οικονομικού παράγοντος επί του θεσμικού, οι αντοχές των οποίων συνεχώς δοκιμάζονται από τα αλλεπάλληλα οικονομικά μέτρα, που λαμβάνονται με την επίκληση του λεγομένου δημοσιονομικού συμφέροντος και που συνεπάγονται υπέρογκες γι αυτούς επιβαρύνσεις, λόγω του σωρευτικού τους χαρακτήρος.
Ήδη, από την εποχή του πρώτου μνημονίου, ορισμένοι συνάδελφοί μου μεταξύ των οποίων και εγώ, είχαμε, με τις μειοψηφίες μας επισημάνει, τη μή συμβατότητα των ρυθμίσεων του μνημονίου με το Σύνταγμα και είχαμε, εγκαίρως, προειδοποιήσει, χωρίς δυστυχώς να εισακουστούμε, για την επερχόμενη πλήρη επικυριαρχία του οικονομικού επί του θεσμικού, που επηρέασε, καίρια, το σύνολο σχεδόν της κρατικής δράσεως και σηματοδότησε την συνακόλουθη υποχώρηση του Κράτους Δικαίου και του Κοινωνικού Κράτους.
Τα χρόνια που ακολούθησαν, οι αντοχές όλων μας δοκιμάσθηκαν ακόμη περισσότερο από τα νεώτερα μνημόνια που επέβαλαν τη λήψη και νέων επώδυνων οικονομικών μέτρων, που συνοδεύθηκαν από τις συνεχείς μειώσεις μισθών και συντάξεων.
Οι καταστάσεις αυτές, οδήγησαν το Δικαστήριο στην έκδοση σειράς αποφάσεων της Ολομελείας του σχετικά με την μή περαιτέρω μείωση των συντάξεων και την θεσμική θωράκιση των προσώπων, που είναι επιφορτισμένα με βασικές αποστολές του Κράτους, όπως η εθνική άμυνα, η ασφάλεια, η υγεία, η παιδεία και η δικαιοσύνη.
Φρονούμε, ότι τα δικαστικά αυτά προηγούμενα και οι εγγυήσεις που ετέθησαν με αυτά, δέν μπορούν, χωρίς να παραβιάζεται το Σύνταγμα, να αγνοηθούν ούτε, πολύ περισσότερο, να παρακαμφθούν από το νομοθέτη, με το πρόσχημα της καταρτίσεως ενός νέου ασφαλιστικού συστήματος μέσω του επανυπολογισμού όλων, των μέχρι σήμερα, απονεμηθεισών συντάξεων – πράγμα που θέτει τους ήδη συνταξιούχους σε καθεστώς πλήρους ανασφαλείας, κατά παράβαση της αρχής της εμπιστοσύνης – και μέσω της εισαγωγής, σε συνάρτηση, πάντοτε, με τον επανυπολογισμό, ενός νέου τρόπου υπολογισμού των εφεξής απονεμομένων συντάξεων, μέτρα που οδηγούν, με μαθηματική ακρίβεια, σε περαιτέρω μείωση του ύψους των συντάξεων, το οποίο, όμως, έχει ήδη διαμορφωθεί, μετά τις αλλεπάλληλες περικοπές τους, σε ιδιαίτερα χαμηλό επίπεδο.
Σε αντίθετη περίπτωση, εκτιμούμε, ότι είναι πλέον ή ορατός ο κίνδυνος περαιτέρω μειώσεως του ύψους των απονεμομένων συντάξεων, με τελικό αποτέλεσμα την πλήρη εξαθλίωση όλων των συνταξιούχων.
Αναμφιβόλως, ευρισκόμεθα προ μιας πολύ δυσχερούς καταστάσεως, η οποία, όμως, ευελπιστούμε ότι θα αντιμετωπισθεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, για μία ακόμη φορά, από την ανεξάρτητο ελληνική Δικαιοσύνη, στην οποία μετακυλίεται, παγίως, από την εκάστοτε πολιτική εξουσία, η επίλυσις των πιο σημαντικών προβλημάτων της Χώρας.
Εκφράζουμε, τέλος, τη βεβαιότητα ότι « έχουν γνώσιν οι φύλακες» και ότι οι δικαστικοί λειτουργοί του Συμβουλίου της Επικρατείας θα αρθούν στο ύψος των περιστάσεων, ανταποκρινόμενοι στην ιστορική παράδοση του Σώματος.
Επομένως, πρέπει όλοι να εξακολουθήσουμε να εμπιστευόμεθα την Δικαιοσύνη και τους λειτουργούς της, τελούντες πάντοτε εν πλήρη επιγνώσει του γεγονότος, ότι «Υπάρχουν ακόμη δικασταί εις τας Αθήνας».