«Τις τελευταίες δεκαετίες περιορίσθηκε σημαντικά ο αριθμός των γεννήσεων (γύρω στις 90.000/έτος, την τρέχουσα δεκαετία) και αυξήθηκε λόγω της γήρανσης του πληθυσμού μας ο αριθμός των θανάτων (120.000/ετησίως, κατά μέσο όρο την ίδια περίοδο) με αποτέλεσμα ένα αρνητικό φυσικό ισοζύγιο» επισημαίνει, μεταξύ άλλων, ο Βύρων Κοτζαμάνης, καθηγητής, διευθυντής Εργαστηρίου Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων (ΕΔΚΑ), ΤΜΧΠΠΑ, Παν. Θεσσαλίας, στο πλαίσιο μελέτης που δημοσιεύεται στα «Δημογραφικά Νέα».
«Η τάση αυτή δεν πρόκειται πιθανότατα να αναστραφεί μέχρι το 2050. Απλώς είναι δυνατό, εάν οι γεννήσεις σταθεροποιηθούν – και στην ευνοϊκότερη των περιπτώσεων αυξηθούν- το αρνητικό αυτό ισοζύγιο στο μέλλον να περιορισθεί».
Ο ίδιος κάνει λόγο για «παίγνιο» των βασικών δημογραφικών συνιστωσών στη χώρα μας (γονιμότητα, θνησιμότητα, εσωτερική και εξωτερική μετανάστευση), που έχει οδηγήσει στην υπερσυγκέντρωση του πληθυσμού μας σε ένα εξαιρετικά περιορισμένο τμήμα της συνολικής επιφάνειάς της (> 60% του πληθυσμού είναι πλέον συγκεντρωμένο στο 6% της συνολικής επιφάνειας), στη μείωση του συνολικού πληθυσμού που πιθανότατα θα συνεχισθεί μέχρι και το 2050 (μείωση που οδηγεί προοδευτικά και στη συρρίκνωση του πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας και, προφανώς, και σε αυτήν του οικονομικά ενεργού πληθυσμού). Και επίσης σε μια έντονη δημογραφική γήρανση (υψηλά και αυξανόμενα συνεχώς ποσοστά πληθυσμού 65 ετών ως υψηλά % των >85 ετών «γήρανση μέσα στην γήρανση»).
Οι τάσεις αυτές δεν αναμένεται να αναστραφούν τις επόμενες δεκαετίες κατά τον κ. Κοτζαμάνη, οι ρυθμοί αύξησης του ειδικού βάρους των ηλικιωμένων δύνανται όμως -υπό όρους- να επιβραδυνθούν. Βασικό ρόλο στη γήρανση αυτή, διευκρινίζει ο ίδιος έπαιξε κυρίως η χαμηλή γονιμότητα -κάτω από το όριο αναπαραγωγής-, καθώς οι γυναίκες που γεννήθηκαν λίγο πριν από τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο έκαναν κατά μέσο όρο 2,2 παιδιά, αυτές που γεννήθηκαν στα τέλη της δεκαετίας του ’70 1,65, ενώ οι νεότερες θα κάνουν πιθανότατα ακόμη λιγότερα ( γύρω στα 1,55).