Ο Ωρίωνας, ο Ταύρος, οι Πλειάδες, ο μεγάλος Σκύλος με τον λαμπερό Σείριο, προεξάρχουν στον χειμερινό ουρανό. Ειδικά στις 21 Δεκεμβρίου που πραγματοποιείται το χειμερινό ηλιοστάσιο, βρισκόμαστε πολύ κοντά στην γιορτή των Χριστουγέννων και το περιοδικό «Πρακτορείο» παρουσιάζει τις πιο πιθανές απαντήσεις για το ποιο ήταν τελικά το «Αστέρι των Χριστουγέννων» που οδήγησε τους 3 μάγους στην Βηθλεέμ.
Το αρχικό ερώτημα που τίθεται είναι «πότε γεννήθηκε ο Ιησούς;» και το επόμενο: «παρατηρήθηκε κάποιο ιδιαίτερο αστρονομικό φαινόμενο εκείνη την εποχή;» Ιστορικοί και θεολόγοι, καταλήγουν σήμερα ότι ο Ιησούς γεννήθηκε το 6 – 7 π.Χ. Βασιζόμενοι στην περιγραφή του ευαγγελιστή Ματθαίου, δύο είναι τα βασικά χαρακτηριστικά τα οποία πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν μας στην έρευνα για τον προσδιορισμό του ουρανίου αυτού αντικειμένου: α) το χαρακτηριστικό της «κίνησης» (Ο αστήρ ον είδον εν τη ανατολή προήγεν αυτούς) και β) το χαρακτηριστικό της «στάσης» πάνω στην ουράνια σφαίρα (έως ελθών εστάθη επάνω ου ην το παιδίον).
Ερευνώντας τις πιθανές αστρονομικές ερμηνείες ας αρχίσουμε από τους διάττοντες αστέρες (ή πεφταστέρια) που αποτελούν συνήθη αστρονομικά φαινόμενα. Ο χρόνος ζωής τους δεν υπερβαίνει τα μερικά δευτερόλεπτα, γεγονός το οποίο δεν έρχεται σε συμφωνία αρχικά με την ευαγγελική αναφορά ότι το φαινόμενο ήταν ορατό από τους μάγους στη διάρκεια του ταξιδιού τους προς την Ιουδαία.
Η εκδοχή του κομήτη έχει υπάρξει σημαντική για την ερμηνεία του «αστέρα των Χριστουγέννων», καθώς ένας κομήτης μπορεί να παρατηρείται για αρκετούς μήνες στον ουρανό, να κινείται σχετικά με τους απλανείς, να παρουσιάζει «στάσεις». Κάποιες φορές η λαμπρότητά του μπορεί να τον καθιστά ορατό ακόμα και την ημέρα.
Παρατήρηση κομήτη στις χώρες της Μεσοποταμίας αναφέρεται στο 17 π.Χ, ο δε κομήτης του Halley πέρασε το 12 π.Χ.
Ισχυρό αντεπιχείρημα στην υπόθεση του κομήτη αποτελεί το γεγονός ότι οι κομήτες ανέκαθεν θεωρούνταν προάγγελοι δυσάρεστων γεγονότων, πολέμων, λοιμών ή φυσικών καταστροφών, επομένως δύσκολα θα συνδυάζονταν με την γέννηση ενός βασιλιά.
Οι αστρονόμοι από την αρχαιότητα είχαν παρατηρήσει αστέρες οι οποίοι εμφανίζονταν στον ουρανό πολύ λαμπεροί, ενώ δεν ήταν ορατοί νωρίτερα. Τους ονόμαζαν «νέους» αστέρες, όπως εκείνος που ο Ίππαρχος παρατήρησε το 134 π.Χ. στον αστερισμό του Σκορπιού. Σήμερα γνωρίζουμε ότι πρόκειται για καινοφανείς (nova) ή υπερκαινοφανείς (supernova): αστέρες μεγάλης μάζας στα τελευταία στάδια εξέλιξής τους, όπου οι θερμοπυρηνικές εκρήξεις που συντελούνται στο εσωτερικό τους εκτινάσσουν μεγάλο μέρος του υλικού τους στο διάστημα.
Παρατήρηση nova ή supernova αστέρα κοντά στο έτος της Γέννησης δεν υπήρξε, χωρίς βεβαίως να αποκλείεται μια τέτοια παρατήρηση μόνο από τους μάγους. Πρόκειται όμως για απλανείς αστέρες οι οποίοι ούτε κινούνται ούτε και παρουσιάζουν στάσεις στον ουρανό.
Ας ερευνήσουμε την εκδοχή των πλανητών: Από την αρχαιότητα οι αστρονόμοι γνώριζαν πως οι πλανήτες κινούνται πάνω στην ουράνια σφαίρα σε τόξα, άλλοτε από την δύση προς την ανατολή και άλλοτε από την ανατολή προς τη δύση (ορθή και ανάδρομη κίνηση). Οι πλανήτες βρίσκονται συχνά και σε σύνοδο, όπου παρατηρούνται σε μια περιορισμένη περιοχή του ουρανού. Οι πλανήτες ικανοποιούν επίσης και τα κριτήρια της «κίνησης» και της «στάσης» στον ουρανό.
Ο J. Kepler, αστρονόμος του 17ουαι. μ.Χ., ασχολήθηκε με την ερμηνεία του «αστέρα» των Χριστουγέννων, υπολογίζοντας ότι πραγματοποιήθηκε τριπλή σύνοδος των πλανητών Δία και Κρόνου το 7 π.Χ στον αστερισμό των Ιχθύων, αναφορά της οποίας έχει βρεθεί σε βαβυλωνιακό κείμενο, προερχόμενο από την αστρολογική σχολή της Σιππάρ.
Με βάση σύγχρονους υπολογισμούς καταλήγουμε και σήμερα ότι πράγματι οι δύο πλανήτες (Δίας και Κρόνος) βρέθηκαν σε σύνοδο τρεις φορές την χρονολογία γέννησης του Ιησού, απέχοντας δε λιγότερο από μία μοίρα κατά την προβολή τους στην ουράνια σφαίρα. Ένα φαινόμενο που θα γοήτευε κάθε αστρονόμο της εποχής.