Η ιστορική νίκη των αντισυστημικών, ευρωσκεπτικιστικών και ακροδεξιών πολιτικών δυνάμεων, που κατακτούν την πλειοψηφία των εδρών στις βουλευτικές εκλογές της Ιταλίας, τορπιλίζει το πολιτικό σκηνικό και βυθίζει τη χώρα σε πολιτική αβεβαιότητα.
«Για πρώτη φορά στην Ευρώπη, οι αντισυστημικές δυνάμεις επικρατούν», γράφει στο κύριο άρθρο της η La Stampa.
Ο συνασπισμός που σχηματίζουν η Forza Italia του Σίλβιο Μπερλουσκόνι, η Λέγκα του Ματέο Σαλβίνι και το μικρό Fratelli d’ Italia εξασφαλίζουν περί το 37% των ψήφων, μετά την καταμέτρηση του 73% των ψήφων.
Αλλά στο εσωτερικό αυτού του συνασπισμού, η Λέγκα, η ακροδεξιά, ευρωσκεπτικιστική και αντιμεταναστευτική παράταξη, σύμμαχος του Εθνικού Μετώπου της Γαλλίας και της Μαρίν Λεπέν στην Ευρώπη, βρίσκεται επικεφαλής. Αυτό σημαίνει ότι σε περίπτωση που υπάρξει προοπτική σχηματισμού κυβέρνησης από τον δεξιο-ακροδεξιό συνασπισμό, η θέση του πρωθυπουργού θα περιέλθει στον Ματέο Σαλβίνι.
Αυτή η προοπτική ωστόσο φρενάρει από την ιστορική επίδοση του Κινήματος των 5 Αστέρων (M5S), που αναδεικνύεται σε πρώτη πολιτική δύναμη στη χώρα με σκορ που μέχρι στιγμής υπερβαίνει το 31%.
Από σήμερα, «όλοι θα μιλούν για μας», δήλωσε ενθουσιασμένος ο Αλεσάντρο Ντι Μπατίστα, ένα από τα στελέχη του κινήματος.
«Πρώτα οι Ιταλοί»
Ο Ματέο Σαλβίνι, ο οποίος μετέτρεψε την παλαιά αυτονομιστική Λέγκα του Βορρά σε νέα εθνικιστική Λέγκα, επένδυσε σε μία αντιμεταναστευτική και αρνητική απέναντι στις Βρυξέλλες ρητορική, σε μία χώρα που επλήγη από την προσφυγική κρίση έχοντας υποδεχθεί περισσότερους από 700.000 πρόσφυγες και μετανάστες από το 2013 και κλίνει προς τον ευρωσκεπτικισμό.
«Το πρώτο μου σχόλιο: ευχαριστώ!», έγραψε στο Twitter ο Ματέο Σαλβίνι που θα γίνει 45 ετών την Παρασκευή. Θα μιλήσει τους δημοσιογράφους πριν από το μεσημέρι σήμερα.
Από το εξωτερικό, η πρώτη που έσπευσε να συγχαρεί τον Ματέο Σαλβίνι ήταν η Μαριν Λεπέν, η οποία μίλησε «για θεαματική άνοδο, μία νέα φάση της έγερσης των λαών».
Ο πρώην ηγέτης του Ukip, κόμμα υπέρ του Brexit στη Βρετανία, επέλεξε να συγχαρεί τους «συντρόφους» του Κινήματος των 5 Αστέρων.
Ακυβερνησία
Το Δημοκρατικό Κόμμα του Ματέο Ρέντσι διέψευσε και τις πιο απαισιόδοξες προβλέψεις και περιορίζεται σε μία εκλογική επίδοση της τάξεως του 19%, σύμφωνα με τα προσωρινά αποτελέσματα, δηλαδή συγκεντρώνει κάτω από το ήμισυ των ψήφων που είχε εξασφαλίσει στις ευρωπαϊκές εκλογές του 2014.
«Είναι σαφές ότι για μας πρόκειται για προφανή ήττα», σχολίασε ο Μαουρίτσιο Μαρτίνα, υψηλόβαθμο στέλεχος του Δημοκρατικού Κόμματος.
Αλλά και η ιταλική αριστερά στο σύνολό της βρίσκεται σε υποχώρηση, με τους διαφωνούντες του Liberi e Uguali να ξεπερνούν μετά βίας το 3%, το εκλογικό όριο για την κοινοβουλευτική εκπροσώπηση.
Η απουσία προφανούς κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας τόσο για τον δεξιό συνασπισμό, όσο και για το M5S αναγκάζει τις πολιτικές ηγεσίες σε υπολογισμούς και διαβουλεύσεις που αναμένεται να είναι μακροχρόνιοι και πολύπλοκοι.
Μία «αντισυστημική» συμμαχία ανάμεσα στο M5S και τη Λέγκα φαίνεται ότι είναι η μόνη ικανή να συγκεντρώσει μία κοινοβουλευτική πλειοψηφία, Αλλά οι ηγέτες των δύο πολιτικών παρατάξεων έχουν μέχρι στιγμής κατηγορηματικά απορρίψει το ενδεχόμενο αυτό και, εάν αλλάξουν γνώμη, μέρος της βάσης τους δύσκολα θα συμφωνήσει.
«Οι νικητές αυτής της εκλογικής αναμέτρησης είναι ο Ματέο Σαλβίνι και ο Λουίτζι Ντι Μάιο», αλλά «όλα αυτά δεν οδηγούν σε κανένα σχήμα διακυβέρνησης», διαβεβαιώνει ο συντάκτης του κύριου άρθρου της La Stampa.
Κατά συνέπεια, στη σκηνή εισέρχεται ο πρόεδρος της Ιταλικής Δημοκρατίας Σέρτζιο Ματαρέλα για να ξεμπερδέψει το κουβάρι τις επόμενες εβδομάδες και για να παραδώσει την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης σε όποιον θεωρεί ότι έχει τις μεγαλύτερες πιθανότητες να εξασφαλίσει ικανή πλειοψηφία.
Οι επίσημες πολιτικές διαβουλεύσεις δεν αναμένεται να αρχίσουν πριν από το τέλος του μήνα, το νωρίτερον, μετά την εκλογή των προέδρων της Βουλής και της Γερουσίας, ανοίγοντας τον δρόμο για μία νέα περίοδο πολιτικής αστάθειας για την Ιταλία, που μπορεί να οδηγήσει στην διεξαγωγή νέων εκλογών.
Άλμα καταγράφει η απόδοση των 10ετών ιταλικών ομολόγων
Άνοδο κατέγραψε σήμερα η απόδοση του 10ετούς ιταλικού ομολόγου, μετά τα αποτελέσματα των χθεσινών εκλογών στη χώρα, όπου ενισχύθηκαν αντισυστημικά κόμματα , με κυριότερο το Κίνημα Πέντε Αστέρων (M5S).
Η Ιταλία βρίσκεται αντιμέτωπη με μια παρατεταμένη περίοδο πολιτικής αστάθειας καθώς από την κάλπη της Κυριακής δεν προέκυψε κοινοβουλευτική αυτοδυναμία, με τους ψηφοφόρους να απορρίπτουν τα παραδοσιακά κόμματα και να στρέφονται σε αντισυστημικές και ακροδεξιές παρατάξεις.
Σύμφωνα με αναλυτές, η άνοδος των κομμάτων που εμφανίζονται επιφυλακτικά απέναντι στην ΕΕ θα μπορούσαν να αποδειχθεί εμπόδιο για μια σταθερή κυβέρνηση και την ευρύτερη ενοποίηση της ΕΕ.
«Ο σχηματισμός μιας σταθερής κυβέρνησης συνασπισμού (στην Ιταλία) θα είναι ακόμα πιο δύσκολος από το αναμενόμενο, και οι αντίστοιχες αβεβαιότητες που θα δημιουργηθούν από αυτό δεν είναι το σενάριο που επιθυμούν οι αγορές», δήλωσε ο Μάικλ Λίστερ, αναλυτής της Commerzbank.
Η απόδοση του 10ετούς ιταλικού ομολόγου σημείωσε νωρίτερα άλμα 10 μονάδων βάσης στο 2,14%. Αυτό οδήγησε ανοδικά τις αποδόσεις άλλων κρατικών τίτλων της νότιας Ευρώπης με χαμηλή πιστοληπτική διαβάθμιση, όπως της Ισπανίας και της Πορτογαλίας.
Οι αποδόσεις των κρατικών γερμανικών ομολόγων υποχώρησαν σε χαμηλό μηνός στο 0,60%, καθώς οι επενδυτές στράφηκαν στα λεγόμενα ‘ασφαλή καταφύγια’.
Αναλυτές της IG Markets ανέμεναν ο δείκτης των blue chip στο ιταλικό χρηματιστήριο FTSE MIB να ανοίξει με πτώση 1,2%.
Το ευρώ υποχώρησε νωρίτερα κατά 0,3% στο 1,2280 δολάριο, καθώς η αβεβαιότητα του εκλογικού αποτελέσματος στην Ιταλία ακύρωσε τα πιθανά κέρδη από την πρόοδο της Γερμανίας προς το σχηματισμό μιας κυβέρνησης συνασπισμού.
«Το ιταλικό αποτέλεσμα πιθανόν θα ανακόψει κάποια από τη δυναμική διότι, παρόλο που η Ευρώπη καθοδηγείται παραδοσιακά από τον γαλλογερμανικό άξονα, η Ιταλία συνεχίζει να είναι πολύ σημαντική», δήλωσε ο Έρικ Νόρλαντ, οικονομολόγος στον όμιλο CME Group.
Οι επενδυτές ομολόγων ανησυχούν επίσης για το ενδεχόμενο ενός εμπορικού πολέμου μετά τα σχέδια που αποκάλυψε ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ για επιβολή δασμών στις εισαγωγές χάλυβα και αλουμινίου. Η κίνηση αυτή προκάλεσε απειλές για αντίποινα από εμπορικούς εταίρους των ΗΠΑ.