Συνεχίζεται το ράλι ανόδου των τιμών στα ομόλογα με αποτέλεσμα η απόδοση του 10ετούς ομολόγου να διαπραγματεύεται σε νέα ιστορικά χαμηλά. Η απόδοση του νέου 10ετούς ομολόγου, λήξεως 30-01-2028, διαμορφώθηκε στο 4,36% από 4,46% που έκλεισε χθες, με αποτέλεσμα το περιθώριο έναντι του αντίστοιχου γερμανικού ομολόγου με απόδοση 0,31 % να διαμορφωθεί στο 4,05% από 4,16%.
Στη διατραπεζική αγορά, τα επιτόκια στις περισσότερες περιόδους δεν σημείωσαν αξιόλογη μεταβολή. Έτσι, το επιτόκιο στη διάρκεια του ενός έτους κυμαίνονταν στο -0,194% από -0,191%. Στη διάρκεια των 9 μηνών, διαμορφώθηκε στο -0,225%, στο εξάμηνο διαμορφώθηκε στο -0,277% από -0,271%, στο τρίμηνο διαμορφώθηκε στο – 0,327% και, τέλος, στο μήνα, το επιτόκιο διαμορφώθηκε στο -0,376%.
“Οι επενδυτές σε ελληνικές μετοχές πρέπει να προσέξουν το ράλι στην αγορά ομολόγων”, είναι ο τίτλος δημοσιεύματος του Μάιλς Τζόνσον στους Financial Times, με υπότιτλο: “Οι μετοχές έχουν χαμηλότερες επιδόσεις από τα κρατικά ομόλογα, παρά τις ισχυρότερες οικονομικές συνθήκες”.
Η επίδοση της ελληνικής χρηματιστηριακής αγοράς υστερεί σημαντικά από αυτή των ομολόγων του ελληνικού δημοσίου,τα οποία κάνουν ράλι, με βάση τις ενδείξεις ότι η Ελλάδα αναδύεται τελικά από την οικονομική της καθίζηση, αναφέρει το δημοσίευμα. Τα πιο πρόσφατα στοιχεία της εταιρείας IHS Markit για τον δείκτη PMI (υπεύθυνων αγορών) στην Ελλάδα έδειξαν την έκτη συνεχόμενη βελτίωση των συνθηκών στη μεταποίηση, ενώ η αύξηση της απασχόλησης ήταν η υψηλότερη στα 18 χρόνια που διεξάγεται η έρευνα της εταιρείας. “Τα καλά νέα είχαν την αντανάκλασή τους στις αποδόσεις των 10ετών κρατικών ομολόγων, οι οποίες μειώθηκαν στο 4,3% από πάνω από 7% στην αρχή του έτους”, σημειώνει ο Τζόνσον. Ο δείκτης του Χρηματιστηρίου Αθηνών είναι αυξημένος 16% φέτος, σχετικά λίγο, στα επίπεδα που κυμαινόταν το 2015, προσθέτει.
Υπάρχουν κάποιοι τεχνικοί παράγοντες για την υστέρηση του ελληνικού χρηματιστηρίου. “Πολλές ελληνικές μετοχές έχουν χαμηλή κεφαλαιοποίηση μετά την κρίση, κάτι που σημαίνει ότι λίγοι τραπεζικοί αναλυτές ενδιαφέρονται να τις καλύψουν και τα μεγάλα επενδυτικά κεφάλαια δεν μπορούν να τις αποκτήσουν”, σημειώνει το δημοσίευμα. “Ψυχολογικά”, προσθέτει,”πολλοί επαγγελματίες επενδυτές παραμένουν με τραύματα από προηγούμενες εμπειρίες επενδύσεων τους στην Ελλάδα και δεν είναι ακόμη διατεθειμένοι να αναλάβουν το ρίσκο της καριέρας τους, απομακρυνόμενοι από την ασφάλεια του κοπαδιού”.
Ωστόσο,συνεχίζει ο Τζόνσον,για τους πιο έξυπνους επενδυτές, υπάρχουν ευκαιρίες, καθώς μία σειρά βιομηχανικών μετοχών έχουν ισχυρούς ισολογισμούς και διαπραγματεύονται σε όχι απαιτητικά πολλαπλάσια των ελεύθερων ταμειακών ροών τους. Εκείνοι που αναζητούν πιο ισχυρή, αν και πολύ πιο επικίνδυνη, επιλογή, μπορεί να κοιτάξουν τις μετοχές των ελληνικών τραπεζών. “Οι τράπεζες δεν αποτελούν μόνο τον οικονομικά πιο ευαίσθητο τομέα, αλλά αυτές οι τράπεζες έχουν πολύ υψηλούς κεφαλαιακούς δείκτες, διαπραγματεύονται με μεγάλη έκπτωση σε σχέση με τη λογιστική τους αξία και λειτουργούν σε μία πολύ συγκεντρωμένη λιανική τραπεζική αγορά, η οποία στο μέλλον αναμένεται να είναι επικερδής”, σημειώνει το δημοσίευμα.