Την ανάγκη να διαφυλαχθεί σαν “κόρη οφθαλμού” η υψηλή ποιότητα των ελληνικών προϊόντων, που εξάγονται ολοένα και με γοργότερο ρυθμό στη ρουμανική αγορά από το 2012, και να μπει άμεσα φρένο στην πρακτική “ευκαιριακών” εμπόρων, που στο βωμό της απόκτησης πρόσκαιρων κερδών πλήττουν σημαντικά τη θετική φήμη του “made in Greece” στη Ρουμανία, υπογράμμισαν μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο πρόεδρος του Συνδέσμου Εξαγωγέων Β. Ελλάδας (ΣΕΒΕ), Κυριάκος Λουφάκης και ο ειδικός σύμβουλος του Συνδέσμου Ελληνικών Επιχειρήσεων Εξαγωγής Διακίνησης Φρούτων, Λαχανικών και Χυμών “Incofruit Hellas”, Γιώργος Πολυχρονάκης.
Υπογραμμίζοντας ότι στη ρουμανική αγορά καταγράφονται ευοίωνες οι προοπτικές για την αύξηση των ελληνικών εξαγωγών, που το 2017 έτρεξαν με ρυθμό +14%, έναντι του 2016 και διαμορφώθηκαν σε πάνω από 870 εκατ. ευρώ από 760 εκατ. ευρώ πρόπερσι, ο πρόεδρος του ΣΕΒΕ σημείωσε ότι πάγια θέση του συνδέσμου είναι να “υπάρχει έντονος έλεγχος στην ελληνική αγορά, ώστε να διασφαλίζεται η τήρηση των κανόνων που πρέπει να ακολουθούνται σε ό,τι αφορά το διμερές εμπόριο με όλες τις χώρες και όχι μόνο με τη Ρουμανία”.
Κατά τον ίδιο, “πρέπει να βρεθούν εκείνοι οι τρόποι, που θα καταστήσουν τους ελέγχους επαρκείς και αποτελεσματικούς”, αν και όπως επισήμανε ο Λουφάκης, “είναι προφανές ότι οι σοβαροί επιχειρηματίες στη χώρα μας σε καμία περίπτωση δεν ακολουθούν πρακτικές που δεν συνάδουν με τη συνέπεια στην τήρηση των συμφωνιών που γίνονται. Κανένας σοβαρός επιχειρηματίας δεν θα πυροβολούσε τα πόδια του. Το επιχειρείν ασκείται σε βάθος χρόνου”.
Απευθείας από το χωράφι στην εξαγωγή προς αποφυγή φορολογίας
Απαντώντας σε σχετική ερώτηση, ο κ. Λουφάκης τόνισε ότι “ειδικότερα στον αγροδιατροφικό τομέα κάποιοι άνθρωποι του πρωτογενούς τομέα, θέλοντας κυρίως να αποφύγουν τη φορολογία που τους επιβάλλεται, φορτώνουν ελληνικά προϊόντα απευθείας από το χωράφι στα φορτηγά, με εξαγωγικό προσανατολισμό. Αυτή η κατάσταση δεν ωφελεί ούτε τους ίδιους ούτε το κράτος, που χάνει έσοδα, ούτε και την επιχειρηματικότητα στη χώρα μας. Οι έλεγχοι πρέπει να είναι συνεχείς και εντατικοί, για να αποφεύγονται τέτοια περιστατικά”.
Πάντως, όπως ξεκαθάρισε ο ίδιος, “η προαναφερόμενη πρακτική ακολουθείται από μη επαγγελματίες επιχειρηματίες, που ενδιαφέρονται αποκλειστικά και μόνο για να κάνουν την αρπαχτή”.
Τη θέση του ότι είναι πιο επιτακτική από ποτέ η ανάγκη λήψης μέτρων για τη διαφύλαξη της αξιοπιστίας των εξαγομένων ελληνικών οπωροκηπευτικών προϊόντων γενικά στις αγορές του εξωτερικού και ειδικά σε αυτήν της Ρουμανίας, τα οποία παρά τη διεθνώς παραδεκτή υπεροχή των οργανοληπτικών χαρακτηριστικών τους και την τεράστια πρόοδο των τελευταίων ετών στους τομείς της τυποποίησης και της διείσδυσης στην ΕΕ, αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο δυσφήμησης και υποβάθμισης, διατύπωσε μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο ειδικός σύμβουλος Συνδέσμου Ελληνικών Επιχειρήσεων Εξαγωγής Διακίνησης Φρούτων Λαχανικών και Χυμών INCOFRUIT – HELLAS.
Σύμφωνα με τον ίδιο, ο σύνδεσμος επί σειρά χρόνων καταγγέλλει την αποστολή στο εξωτερικό φορτίων ατυποποίητων προϊόντων απευθείας από τους αγρούς, τόσο από Έλληνες, όσο και Βαλκάνιους εμπόρους, “χωρίς κανένα σεβασμό των κανόνων υγιεινής και ανάγκης προστασίας της υγείας των καταναλωτών”.
Με δεδομένο ότι ο ανταγωνισμός στην ρουμανική αγορά είναι πλέον πιο έντονος από ποτέ, μια τάση που θα εντείνεται στα επόμενα χρόνια, ο κ. Πολυχρονάκης κρούει τον κώδωνα του κινδύνου, λέγοντας χαρακτηριστικά “η δραστηριότητα των επιτηδείων πρέπει να παταχθεί και να σταματήσει εντελώς, καθώς η ζημιά που θα επέλθει στην ομαλή απορρόφηση της παραγωγής των ελληνικών οπωροκηπευτικών θα είναι τεράστια”.
Μεταξύ άλλων, ο ίδιος σημειώνει ότι επιβεβαίωση του προβληματισμού που εκφράζει ο σύνδεσμος, αποτελεί η έκθεση του Γραφείου Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων (ΟΕΥ) της ελληνικής πρεσβείας στο Βουκουρέστι, σχετικά με την εξέλιξη της αγοράς οπωροκηπευτικών στη Ρουμανία.
Στην έκθεση αυτή αναφέρεται ότι λόγω και της σημαντικής βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου του ρουμανικού λαού η αγορά έχει γίνει αρκετά ελκυστική και υφίσταται ολοένα αυξανόμενη “επίθεση” από άλλους εξαγωγείς -μεταξύ άλλων από Ισπανία, Ιταλία, Ισραήλ, Ν.Αφρική, Αίγυπτο και Τουρκία- παρά το γεγονός ότι ο Ρουμάνος καταναλωτής αναγνωρίζει και εμπιστεύεται μέχρι σήμερα τουλάχιστον τα ελληνικά προϊόντα.