«Οι επενδυτικές προσδοκίες βρίσκονται σήμερα σε αναντιστοιχία με το γεγονός ότι η χώρα έχει ήδη κάνει μεγάλα βήματα συμμόρφωσης με τα συμφωνηθέντα στα μνημόνια, και έχει δεσμευθεί αφενός να εφαρμόσει μια σειρά από φιλικές προς την ανάπτυξη διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και αφετέρου να διατηρήσει σε μακροχρόνια βάση τη δημοσιονομική πειθαρχία που έχει επιτευχθεί. Η επιχειρηματική κοινότητα θεωρεί, προς τούτο, ότι η ευθύνη όλων είναι μεγάλη ώστε η χώρα να μην τεθεί εκ νέου εκτός αγορών πριν καν καταφέρει να επιστρέψει σε αυτές».
Τις επισημάνσεις αυτές κάνει ο ΣΕΒ στο μηνιαίο δελτίο οικονομικών εξελίξεων, υποστηρίζοντας ότι τα διαρθρωτικά προβλήματα εμποδίζουν την ισχυρή ανάκαμψη της οικονομίας. Σε ανάλυση για τα στοιχεία σχετικά με την αύξηση του ΑΕΠ, ο ΣΕΒ τονίζει ότι η ανάκαμψη τροφοδοτείται πρωτίστως από την εγχώρια ζήτηση, κυρίως ως αποτέλεσμα της τόνωσης των επενδύσεων σε πάγια (από το 2017) και, για πρώτη φορά ύστερα από ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, της ιδιωτικής κατανάλωσης, ενώ η πορεία των εξαγωγών παραμένει δυναμική και συμβαδίζει με την άνοδο της μεταποιητικής παραγωγής και του τουρισμού.
Επισημαίνεται ακόμη ότι η ανάπτυξη είναι ταχύτερη στη βιομηχανία, τις κατασκευές, το εμπόριο-τουρισμό-μεταφορές, και τις δραστηριότητες των ελεύθερων επαγγελμάτων και της ψυχαγωγίας. Μόνο ο χρηματοπιστωτικός τομέας (τράπεζες, ασφάλειες), καθώς και ο κλάδος ενημέρωσης και η επικοινωνίας (που περιλαμβάνει εκδόσεις, πληροφορική, τηλεπικοινωνίες και τηλεοπτικές / ραδιοφωνικές μεταδόσεις) συνεχίζουν να παρουσιάζουν φθίνουσα πορεία (με εξαίρεση την πληροφορική), κυρίως λόγω της αύξησης του ανταγωνισμού και τον δραστικό περιορισμό των προϋπολογισμών για διαφήμιση στις επιχειρήσεις ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών.
Ο ΣΕΒ υποστηρίζει ότι «η Ελλάδα ολοκλήρωσε το τρίτο πρόγραμμα προσαρμογής, χωρίς ωστόσο να έχει ακόμα ξεπεράσει σημαντικά εμπόδια, ώστε να μπορέσει να εισέλθει σε μία τροχιά ισχυρής και δυναμικής ανάπτυξης. Τα εμπόδια αυτά σχετίζονται με την υπερ-φορολόγηση, τη συσσωρευμένη αποεπένδυση ύψους 100 δισ. ευρώ, το εμπορικό έλλειμμα, το οποίο αν και μειώνεται παραμένει αρκετά υψηλό, τη χαμηλή παραγωγικότητα, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, τη χαμηλή επίδοση στον ψηφιακό μετασχηματισμό, την υψηλή ανεργία και το δημογραφικό πρόβλημα». Και καταλήγει:
«Η οικονομία έχει αρχίσει να ανακάμπτει, αλλά η ανάκαμψη εμποδίζεται από τον ανεπαρκή μετασχηματισμό του παραγωγικού προτύπου της χώρας. Ο βαθμός εξωστρέφειας, και η αποταμίευση και οι επενδύσεις, παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα. Η οικονομία παράγει δημοσιονομικά υπερπλεονάσματα, σε βάρος της επενδυτικής προσπάθειας των οργανωμένων και μεγαλύτερων επιχειρήσεων λόγω υπερφορολόγησης, και σε βάρος της απασχόλησης των εργαζομένων λόγω υψηλού μη μισθολογικού κόστους, και ιδίως στον τομέα των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης. Η χώρα, μετά το πέρας του 3ου μνημονίου, βρίσκεται εκτεθειμένη στις διακυμάνσεις των αγορών, χωρίς να υπάρχει πλέον ένα επαρκές σύστημα έγκαιρης εποπτείας και αποτελεσματικής παρέμβασης από την πλευρά των δανειστών. Η οικονομία βρίσκεται όμηρος προεκλογικών διακηρύξεων και εξαγγελιών, με τον κίνδυνο ανατροπής της μακροοικονομικής σταθερότητας να ελλοχεύει ανά πάσα στιγμή. Η διαφαινόμενη επαναφορά των εργασιακών σχέσεων στις κακές πρακτικές του παρελθόντος δεν βοηθάει στην ενδυνάμωση της επιχειρηματικής εμπιστοσύνης στις αναπτυξιακές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.