Από σήμερα 3 Ιανουαρίου 2018, τίθεται σε ισχύ το δεύτερο κύμα των μεταρρυθμίσεων της ΕΕ αναφορικά με τις αγορές μετοχών, ομολόγων, εμπορευμάτων και παραγώγων. Η οδηγία MiFID II (Markets in Financial Instruments Directive II) επεκτείνει σε μεγάλη έκταση το σύνολο των κανόνων που είχαν θεσπισθεί το 2007, διευρύνοντας τις απαιτήσεις για διαφάνεια πέραν των αγορών μετοχών, στις αγορές ομολόγων, εμπορευμάτων και παραγώγων.
Η οδηγία βελτιώνει την προστασία των επενδυτών με την εφαρμογή των διδαγμάτων από τη χρηματοπιστωτική κρίση 2007-09 και ενισχύει την εποπτεία σε επίπεδο ΕΕ.
Τα βασικά στοιχεία της νέας οδηγίας MiFID II είναι τα εξής:
– Νέες απαιτήσεις διαφάνειας για τις πλατφόρμες συναλλαγών, ώστε να γνωρίζει όλη η αγορά τις τιμές που προσφέρονται και οι επενδυτές να μπορούν να ελέγχουν ότι κάνουν την καλύτερη συμφωνία.
– Ένα πολύ μεγαλύτερο φάσμα συναλλαγών πρέπει να αναφέρεται στους ρυθμιστές των αγορών με πιο τυποποιημένη μορφή. Τα στοιχεία θα χρησιμοποιούνται από τους ρυθμιστές για να εντοπίζουν καταχρήσεις της αγοράς και από τους επενδυτές για να επισημαίνουν τις λιγότερο ανταγωνιστικές τιμές.
– Οι τηλεφωνικές συναλλαγές αντικαθιστώνται με ηλεκτρονικές πλατφόρμες ομολόγων και εκτός χρηματιστηρίου παραγώγων για την ενίσχυση της διαφάνειας.
– Οι συστηματικές εσωτερικεύσεις ή αντιστοιχίες των εντολών αγορών και πωλήσεων μετοχών σε μία τράπεζα θα ρυθμίζονται αυστηρότερα.
– Οι συναλλαγές υψηλής συχνότητας ή οι κανόνες για πολύ γρήγορες συναλλαγές θα επικαιροποιούνται.
– Η εποπτική Αρχή της ΕΕ για τα χρεόγραφα ESMA αποκτά αρμοδιότητες περιορισμού ή απαγόρευσης χρηματοπιστωτικών προϊόντων που είναι επιζήμια.
– Οι τράπεζες και οι σύμβουλοι πρέπει να γνωρίζουν καλά ποιος τύπος επενδυτή είναι κατάλληλος για ένα προϊόν, ώστε να αποφεύγονται πωλήσεις υπό πίεση σε οποιονδήποτε επενδυτή.
– Οι διαχειριστές χαρτοφυλακίων πρέπει να είναι σαφείς προς τους πελάτες τους για το ποιος πληρώνει την έρευνα για τις μετοχές που αποκτούν από τις τράπεζες.
– Πλαφόν στο ύψος των εκτός χρηματιστηρίου συναλλαγών ή «dark pool».
– Περιορισμοί στη θέση ή το μέγεθος των εμπορευμάτων που μπορεί να κατέχει ένας χρηματιστής, ώστε να αποφεύγεται αδικαιολόγητος επηρεασμός των τιμών της αγοράς.