«Παραμύθι» χαρακτήρισε ο πρώην πρωθυπουργός, Κώστας Σημίτης, όσα λέει ο πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας, ότι από τον Αύγουστο του 2018 η Ελλάδα θα μπορεί να υλοποιήσει το δικό της πρόγραμμα και θα σταματήσει η λιτότητα, κατά τη διάρκεια της ομιλίας του στο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών.
Οι λόγοι είναι πολλοί, για τους οποίους δεν μπορεί να συμβεί αυτό που λέει ο κ. Τσίπρας, ανέφερε ο κ. Σημίτης και παρέπεμψε στη σχετική έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που προβλέπει ότι η μείωση του ελληνικού χρέους στο επίπεδο του 79,5% του ΑΕΠ θα γίνει στη χώρα μας σε 42 χρόνια και παρά ταύτα θα είναι σε πολύ υψηλότερο επίπεδο από το ενδεδειγμένο (60% του ΑΕΠ).
Ο κ. Σημίτης σημείωσε ότι στο ορατό μέλλον η χώρα μας θα ζει σε καθεστώς εποπτείας και παρατήρησε πως «η συρρίκνωση του οικονομικού υπόβαθρου, η αποεπένδυση, η εκτίναξη της ανεργίας, δημιουργούν πολλά δεσμά με μικρά περιθώρια πρωτοβουλιών». Όπως πρόσθεσε, στους δείκτες ανταγωνιστικότητας, κοινωνικής δικαιοσύνης, ανεργίας, στην απονομή δικαιοσύνης και τη διαφθορά, η Ελλάδα εμφανίζει σταθερά κακές επιδόσεις.
Επίσης, τόνισε ότι ιδιαίτερα επιβαρυντικός παράγοντας είναι και η ψυχολογική παράμετρος της αβεβαιότητας, διότι οι μεθεπόμενες βουλευτικές εκλογές ενδέχεται να γίνουν το 2020, λόγω του Προέδρου της Δημοκρατίας, με το σύστημα της απλής αναλογικής, κι επειδή είναι δύσκολο να σχηματιστεί σταθερή κυβερνητική πλειοψηφία μπορεί να πάει η χώρα σε αλλεπάλληλες εκλογές. «Έτσι δεν πρόκειται να σταθεροποιηθεί η οικονομία και αυτό είναι το χειρότερο που μπορεί να συμβεί» συμπλήρωσε.
Ο κ. Σημίτης αναρωτήθηκε γιατί η σημερινή κυβέρνηση λέει ότι θα εφαρμόσει ελληνικό πρόγραμμα, επισημαίνοντας πως και τα προηγούμενα ήταν ελληνικά, αφού η Ελλάδα είναι μέλος της Ευρωζώνης. «Το μόνο αποκλειστικώς ελληνικό ήταν αυτό του πρώτου εξαμήνου του 2015 που κόστισε στη χώρα 100 δισ. ευρώ» υπογράμμισε.
Ως προς το ζήτημα του ελληνικού χρέους, εξέφρασε την εκτίμηση ότι μπορεί να υπάρξει κάποια ρύθμιση, ο οποία, όμως, θα είναι υπό αίρεση, η διαδικασία θα είναι βαθμιαία, θα υπάρχει διαρκής έλεγχος της ελληνικής οικονομίας, μετά το τέλος των μνημονίων.
Ο πρώην πρωθυπουργός χαρακτήρισε «σωστή» την πρόταση του διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος, Γιάννη Στουρνάρα, για προληπτική πιστωτική γραμμή και εξέφρασε την εκτίμηση ότι «η Ελλάδα στις αγορές θα βρει δάνεια με υψηλά επιτόκια, 4%, 6%, ίσως και υψηλότερα, και άρα, σύντομα θα αναγκαστεί να προσφύγει στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, από τον οποίο θα επιβληθούν νέοι όροι στην οικονομική πολιτική της χώρας».
Όπως υποστήριξε, χρειάζεται ειλικρίνεια απέναντι στους πολίτες, να σταματήσουν τα «εθνικολαϊκιστικά και δήθεν αριστερά πειράματα», να σταματήσουν οι ακραίες πολιτικές συγκρούσεις και να υπάρξει μία νέα εθνική αυτογνωσία.
«Η Ελλάδα στο παρελθόν είχε πετύχει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, ενώ μεγάλο τμήμα του πληθυσμού της έχει συνείδηση της ανάγκης εκσυγχρονισμού με κοινωνική αλληλεγγύη» υπενθύμισε. Επομένως, ανέφερε, «ακόμη και κατά την αντικειμενική διαπίστωση που λέει ότι το αύριο είναι τελείως αβέβαιο κι εξαρτάται από εμάς τους ίδιους η επίτευξη ενός καλύτερου μέλλοντος, η απάντηση είναι: Ναι, μπορούμε!
Αν, με μία νέα εθνική αυτογνωσία, αποδεχθούμε την ανάγκη ενός προγράμματος ανόρθωσης της χώρας και το παρουσιάσουμε με ειλικρίνεια στην κοινωνία, τότε μπορεί πράγματι να διαμορφωθεί μία νέα δυναμική που θα ανατρέψει τις πολλές και αρνητικές μακροχρόνιες τάσεις».