Το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε παράνομη και ακύρωσε την υπουργική απόφαση του 2017, που καθόριζε ενιαίο τύπο στις στολές του προσωπικού των ιδιωτικών επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών ασφαλείας (Security).
Αναλυτικότερα, στο ΣτΕ είχαν προσφύγει ιδιωτικές επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών ασφαλείας και η Ελληνική Ομοσπονδία Ασφαλείας και ζητούσαν να ακυρωθεί η από 18.9.2017 κοινή απόφαση των υπουργών Εσωτερικών και Εθνικής ‘Αμυνας για τον ενιαία τύπο στολής του προσωπικού ασφαλείας των ιδιωτικών επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών ασφαλείας.
Ειδικότερα, το Δ΄ Τμήμα του ΣτΕ, στην υπ΄ αριθμ. 2248/2018 απόφασή του (πρόεδρος ο αντιπρόεδρος Χρήστος Ράμμος και εισηγητής ο πάρεδρος Νικόλαος Μαρκόπουλος), αναφέρει ότι το Σύνταγμα παρέχει στην Πολιτεία τη δυνατότητα να καθορίζει την ενιαίου τύπου στολή του προσωπικού των Security εταιρειών, αλλά όχι μέχρι σημείου να μην αφήνει στις επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών ασφαλείας καμία δυνατότητα να διαμορφώνουν οι ίδιες τα ιδιαίτερα ενδυματολογικά χαρακτηριστικά και τεχνικές προδιαγραφές κατασκευής των στολών του προσωπικού τους με διακριτικά γνωρίσματα, όπως είναι σύμβολα, συνδυασμοί αποχρώσεων, σχεδιαστική μορφή ενδυμάτων κ.λπ., μέσω των οποίων επιθυμούν να εξατομικεύσουν και να γίνουν γνωστές στην αγορά.
Ακόμα, οι σύμβουλοι Επικρατείας αναφέρουν ότι η ασφυκτική τυποποίηση της ενιαίας μορφής των στολών για όλες τις επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών ασφαλείας θα παραβίαζε την αρχή της αναλογικότητας, καθώς «θα περιόριζε υπέρμετρα την συνταγματικώς προστατευόμενη ελευθερία της επιχειρηματικής δράσης υπό όρους ελεύθερου ανταγωνισμού, ουσιώδες χαρακτηριστικό γνώρισμα της οποίας είναι η ελευθερία των επιχειρήσεων να χρησιμοποιούν διακριτικά γνωρίσματα, ως μέσο εξατομίκευσής τους στην οικία αγορά και προσδιορισμού της επιχειρηματικής προέλευσης των προϊόντων ή υπηρεσιών τους προκειμένου αυτά να διακρίνονται, στην αντίληψη του συναλλακτικού κοινού, από παρόμοια προϊόντα ή υπηρεσίες άλλων επιχειρήσεων».
Επίσης, το ΣτΕ αναφέρει ότι «οι από το άρθρο 25 του Συντάγματος επιβαλλόμενοι από το νόμο περιορισμοί στην επαγγελματική ελευθερία πρέπει να είναι πρόσφοροι και αναγκαίοι για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από το νομοθέτη σκοπού δημοσίου ή κοινωνικού συμφέροντος και να μην είναι δυσανάλογοι σε σχέση προς αυτόν».