Στο στόχαστρο ποινικής έρευνας της Εισαγγελίας Πρωτοδικών τέθηκαν δύο αποφάσεις του Πρωτοδικείου, που δικαιώνουν τράπεζα κατά της οποίας είχαν προσφύγει επενδυτές ομολόγων του ελληνικού Δημοσίου, εμφανίζοντας ολόιδιο σκεπτικό, αν και εκδόθηκαν σε διαφορετικούς χρόνους και από διαφορετικές συνθέσεις.
Η υπόθεση έφθασε στην Εισαγγελία Πρωτοδικών μετά από αναφορά- καταγγελία του δικηγόρου που εκπροσωπεί τους εν λόγω ομολογιούχους, κ. Γιάννη Κυριακόπουλου προς τον υπουργό Δικαιοσύνης Σταύρο Κοντονή, τον αναπληρωτή υπουργό Δημήτρη Παπαγγελόπουλο και την εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Ξένη Δημητρίου.
Σύμφωνα με την αναφορά του δικηγόρου, οι υπό έρευνα αποφάσεις εμφανίζουν απόλυτα ίδιο σκεπτικό, με το οποίο απορρίπτονται οι δύο αγωγές αποζημίωσης ομολογιούχων που έχουν στραφεί κατά την ίδιας τράπεζας. Οι δύο αποφάσεις εκδόθηκαν, σύμφωνα με τον κ. Κυριακόπουλο, μέσα σε διάστημα ενός μήνα.
Ο καταγγέλλων τονίζει, πως στα επίμαχα σημεία, οι δύο αποφάσεις είναι πιστά αντίγραφα η μία της άλλης.
Όπως δηλώνει ο ίδιος ο κ. Κυριακόπουλος, «δεν μπορούμε να δεχτούμε να βγαίνουν αποφάσεις “copy-paste” για υποθέσεις που αφορούν εντελώς διαφορετικά πραγματικά περιστατικά και ζητάμε από τη Δικαιοσύνη να διερευνήσει το ζήτημα». Ο δικηγόρος παράλληλα τονίζει, πως εάν χρειαστεί θα υποβληθούν για την υπόθεση αυτή προσφυγές και ενώπιον των ευρωπαϊκών αρχών.
Να σημειωθεί ότι οι αγωγές αφορούν ζημιωθέντες κατόχους ελληνικών ομολόγων κατά την διαδικασία «Οικειοθελούς Ανταλλαγής Ομολόγων του Ιδιωτικού Τομέα» (Private Sector Involvement – «PSI») το 2012. Οι ενάγοντες, βάσει του ελληνικού και διεθνούς δικαίου, στρέφονται κατά των φορέων που κατέχουν κρατικά ομόλογα, δηλαδή κατά των τραπεζών από τις οποίες τα προμηθεύτηκαν.