Μία στις έξι επιχειρήσεις με δάνεια ύψους άνω του 1 εκατ. ευρώ, εμφανίζει χαρακτηριστικά στρατηγικού κακοπληρωτή, ενώ υπάρχουν ενδείξεις ότι η αναλογία είναι σημαντικά μεγαλύτερη για τις μικρότερες επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, ανέφερε το βράδυ της Τρίτης 28 Μαρτίου 2017, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας.
Ο κ. Στουρνάρας απηύθυνε νέα προειδοποίηση για άμεση ολοκλήρωση της αξιολόγησης. Μιλώντας σε εκδήλωση της τράπεζας Πειραιώς στο Μουσείο της Ακρόπολης, ο κ. Στουρνάρας επισήμανε ότι η καθυστέρηση που έχει παρατηρηθεί μέχρι στιγμής στην ολοκλήρωση της αξιολόγησης, , χωρίς εντούτοις να την αναστρέψει. Όμως, προειδοποίησε, ενδεχόμενη άλλη καθυστέρηση μπορεί να εκτροχιάσει την ανάκαμψη της οικονομίας, και να θέσει έτσι σε κίνδυνο όλους τους στόχους – αναπτυξιακούς, δημοσιονομικούς, χρηματοπιστωτικούς.
Ο διοικητής της ΤτΕ υποστήριξε ότι η Ελλάδα είναι έτοιμη να επιστρέψει στην οικονομική και χρηματοπιστωτική κανονικότητα και να κινηθεί προς ένα νέο, εξωστρεφές και βιώσιμο πρότυπο ανάπτυξης.
Ωστόσο, όπως ανέφερε, για να αποκομιστούν τα οφέλη από αυτές τις ευκαιρίες, υπάρχουν ορισμένες προϋποθέσεις: Πρώτον, η ολοκλήρωση, χωρίς άλλη καθυστέρηση, της δεύτερης αξιολόγησης. Δεύτερον, η συνεπής και αποφασιστική εφαρμογή του προγράμματος. Και τρίτον, μια πιο ρεαλιστική προσέγγιση από όλες τις πλευρές, όσον αφορά το μείγμα δημοσιονομικής πολιτικής και το βάρος του δημόσιου χρέους.
«Οι εξελίξεις αυτές, σε συνδυασμό με την εξυγίανση των ισολογισμών των τραπεζών, θα θέσουν σε κίνηση έναν ενάρετο κύκλο, ανοίγοντας το δρόμο για την οριστική επάνοδο της ελληνικής οικονομίας στην κανονικότητα» ανέφερε μεταξύ άλλων στην ομιλία του ο κ. Στουρνάρας.
Ολόκληρη η ομιλία του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα με θέμα «Επιχειρηματικότητα, πολιτικές επίλυσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων και προοπτικές οικονομικής ανάπτυξης στην Ελλάδα» σε εκδήλωση της Τράπεζας Πειραιώς στο Μουσείο της Ακρόπολης |
Χαίρομαι ιδιαίτερα που βρίσκομαι σήμερα μαζί σας και έχω την ευκαιρία να διατυπώσω κάποιες σκέψεις μου για τις προοπτικές ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας και το ρόλο της επιχειρηματικότητας και των πολιτικών επίλυσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Οι μακροπρόθεσμες αναπτυξιακές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας είναι σήμερα σημαντικά βελτιωμένες σε σχέση με επτά χρόνια πριν, καθώς έχει επιτευχθεί αξιόλογη αναδιάρθρωση και προσαρμογή της οικονομίας, παρά τις όποιες αστοχίες και καθυστερήσεις.
Όσον αφορά την προσαρμογή του εξωτερικού τομέα, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών επίσης βελτιώθηκε σημαντικά, κατά περίπου 15 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ σε σύγκριση με το 2008, και τα δύο τελευταία χρόνια είναι ουσιαστικά ισοσκελισμένο. Η ανταγωνιστικότητα αποκαταστάθηκε, αντανακλώντας την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων στις αγορές εργασίας και προϊόντων. Ως εκ τούτου, η συμμετοχή των εξαγωγών στο ΑΕΠ αυξήθηκε από 19% το 2009 σε 30% το 2016, με κινητήρια δύναμη τις εξαγωγές αγαθών. Μάλιστα, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, οι εξαγωγές αγαθών της Ελλάδος έχουν αυξηθεί σε πραγματικούς όρους κατά 43% σε σχέση με το 2009, έναντι 42% για τη ζώνη του ευρώ και 47% για τη Γερμανία, που είναι η ατμομηχανή των εξαγωγών της Ευρώπης. Ενδεικτικά αυτής της διαδικασίας είναι ορισμένα στοιχεία. Από το 2010 έως το 2015, οι σχετικές τιμές του τομέα των εμπορεύσιμων έναντι των μη εμπορεύσιμων αυξήθηκαν κατά 10% περίπου. Ενώ και οι δύο τομείς δέχθηκαν ισχυρό πλήγμα από την ύφεση, ο τομέας των εμπορεύσιμων είχε καλύτερες επιδόσεις από αυτόν των μη εμπορεύσιμων, καθώς οι εξωστρεφείς επιχειρήσεις αύξησαν τις εξαγωγές τους, εκμεταλλευόμενες τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας. Ως αποτέλεσμα, το σχετικό μέγεθος του τομέα των εμπορεύσιμων, μετρούμενο σε όρους ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας, αυξήθηκε κατά 12% περίπου σε όρους όγκου παραγωγής και κατά σχεδόν 24% σε ονομαστικούς όρους, ενώ σε όρους απασχόλησης αυξήθηκε κατά περίπου 8%. Αυτά τα στοιχεία θα βελτιωθούν περαιτέρω αν οι ήδη εφαρμοσθείσες μεταρρυθμίσεις ενισχυθούν σύμφωνα με όσα προβλέπονται στο πρόγραμμα του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM). Βάσει εκτιμήσεων του ΟΟΣΑ, η πλήρης εφαρμογή όλων των μεταρρυθμίσεων, τόσο αυτών που έχουν ήδη υλοποιηθεί όσο και αυτών που πρόκειται να υλοποιηθούν στο πλαίσιο του προγράμματος, αναμένεται να οδηγήσει σε αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά περίπου 13% την επόμενη δεκαετία. Και μάλιστα σε αυτό το ποσοστό δεν περιλαμβάνεται η περαιτέρω θετική επίδραση των μεταρρυθμίσεων που δεν είναι εύκολο να ποσοτικοποιηθούν, όπως ο εκσυγχρονισμός της δημόσιας διοίκησης και του δικαστικού συστήματος, η ενίσχυση του θεσμικού πλαισίου της αφερεγγυότητας και η επίλυση των ΜΕΔ. Σύμφωνα με μελέτη στελεχών της Τράπεζας της Ελλάδος, παρόμοια είναι η εκτίμηση για την επίδραση των μεταρρυθμίσεων, που θα έχει ως κύριο αποτέλεσμα την εντονότερη αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας των συντελεστών. Για την ενίσχυση των μακροπρόθεσμων προοπτικών των εξωστρεφών επιχειρήσεων χρειάζεται περαιτέρω άνοιγμα στο διεθνές εμπόριο, συμμετοχή στις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας και σύσφιγξη των εμπορικών δεσμών με χώρες και επιχειρήσεις που διαθέτουν τεχνολογία αιχμής. Με τον τρόπο αυτό μπορούν να ξεπεραστούν οι εγγενείς διαρθρωτικές αδυναμίες που εμποδίζουν τη διείσδυση των ελληνικών προϊόντων στις διεθνείς αγορές και αφορούν πτυχές όπως η ποιότητα των προϊόντων, η προστατευόμενη ονομασία προέλευσης και η καθιέρωση επωνυμίας (branding), η γραφειοκρατία κ.λπ. Επίσης θα συμβάλει θετικά η βελτίωση των όρων και συνθηκών χρηματοδότησης. Όμως, οι προοπτικές για τις επιχειρήσεις συνδέονται στενά και με την πορεία των διαδοχικών αξιολογήσεων του προγράμματος. Μετά την επιτυχή ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης, δημιουργήθηκε δυναμική που επέδρασε θετικά στην εμπιστοσύνη και τη ρευστότητα. Υπήρξε βελτίωση σε μια σειρά από βασικούς δείκτες οικονομικής δραστηριότητας, όπως η βιομηχανική παραγωγή, οι λιανικές πωλήσεις, οι ροές μισθωτής απασχόλησης και η ιδιωτική κατανάλωση. Οι τραπεζικές καταθέσεις σταθεροποιήθηκαν και η έκτακτη ενίσχυση των ελληνικών τραπεζών σε ρευστότητα (ELA) μειώθηκε. Αυτές οι εξελίξεις έδειχναν τότε ότι η ανάκαμψη θα αρχίσει το δεύτερο εξάμηνο του 2016 και θα συνεχιστεί το 2017 και το 2018. Η προοπτική αυτή παραμένει κατ’ αρχήν εφικτή παρά την επιδείνωση της εμπιστοσύνης και την υποχώρηση των βραχυχρόνιων δεικτών τους τελευταίους μήνες, οι οποίες συνδέονται με την καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης. Προς το παρόν, η καθυστέρηση αυτή έχει εξασθενήσει τη θετική δυναμική της οικονομικής δραστηριότητας, χωρίς εντούτοις να την αναστρέψει. Όμως, ενδεχόμενη άλλη καθυστέρηση μπορεί να εκτροχιάσει την ανάκαμψη της οικονομίας, και να θέσει έτσι σε κίνδυνο όλους τους στόχους, αναπτυξιακούς, δημοσιονομικούς, χρηματοπιστωτικούς. Η επιχειρηματικότητα όμως δεν χρειάζεται μόνο εμπιστοσύνη. Απαιτείται και εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων που προβλέπει το πρόγραμμα. Ιδιαίτερη έμφαση πρέπει να δοθεί στην απλούστευση των διαδικασιών αδειοδότησης επενδύσεων, στη μείωση των διοικητικών βαρών για τις επιχειρήσεις και στη διευκόλυνση του ανταγωνισμού, στο άνοιγμα όσων επαγγελμάτων παραμένουν κλειστά και των δικτύων, στον εκσυγχρονισμό και την ενίσχυση της δημόσιας διοίκησης, στην αναβάθμιση και επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης και, βεβαίως, στη μείωση της φορολογίας φυσικών προσώπων και επιχειρήσεων. Έμφαση πρέπει επίσης να δοθεί στη συγκράτηση και την αναδιάρθρωση των μη παραγωγικών δαπανών και στην αποτελεσματική αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας, που θα δημιουργήσει κίνητρα για την αύξηση των επενδύσεων και της απασχόλησης, συμβάλλοντας στην αύξηση του δυνητικού προϊόντος. Οι θεσμοί, με τη σειρά τους, θα πρέπει να επιδείξουν μεγαλύτερη ευελιξία στο θέμα των δημοσιονομικών στόχων και της ελάφρυνσης του δημόσιου χρέους. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, είναι εφικτή η μείωση του στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα της γενικής κυβέρνησης σε 2% του ΑΕΠ (αντί 3,5% που είναι σήμερα) μετά το 2020, χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο η βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους, εφόσον αυτό συνδυαστεί με ήπια μέτρα ελάφρυνσης του χρέους και μεταρρυθμίσεις με σκοπό την ενίσχυση της δυνητικής ανάπτυξης. Αυτή η χαλάρωση των στόχων για το πρωτογενές πλεόνασμα, σε συνδυασμό με την εφαρμογή των συμφωνηθεισών μεταρρυθμίσεων, θα δημιουργήσει τις αναγκαίες προϋποθέσεις για τη σταδιακή μείωση των φορολογικών συντελεστών, με θετικές πολλαπλασιαστικές επιδράσεις στην οικονομική ανάπτυξη. Όμως, για να εξασφαλίσουμε τη βιωσιμότητα του χρέους, χρειάζονται και πρόσθετα, μεσοπρόθεσμα μέτρα. Όταν ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ είναι πάνω από 100%, μέτρα που μειώνουν τις δαπάνες για τόκους μπορούν να βελτιώσουν το λόγο ταχύτερα από ό,τι η αύξηση του πρωτογενούς πλεονάσματος. Για παράδειγμα, με λόγο χρέους προς ΑΕΠ 180%, μια μείωση του μέσου επιτοκίου του χρέους κατά μία ποσοστιαία μονάδα μειώνει το λόγο του χρέους προς το ΑΕΠ κατά 1,8 ποσοστιαία μονάδα. Αντίθετα, μια αύξηση του πρωτογενούς πλεονάσματος ως ποσοστού του ΑΕΠ κατά μία ποσοστιαία μονάδα μειώνει το λόγο του χρέους προς το ΑΕΠ μόλις κατά μία ποσοστιαία μονάδα (υποθέτοντας ότι ο δημοσιονομικός πολλαπλασιαστής είναι 0, κάτι που, όπως γνωρίζουμε, δεν ισχύει). Βέβαια, η επιβάρυνση λόγω τόκων μέχρι το 2021 δεν είναι μεγάλη, αλλά στη συνέχεια αυξάνεται σημαντικά εξαιτίας της μετάθεσης των πληρωμών τόκων για τα δάνεια του EFSF και εξαιτίας των τόκων του νέου χρέους που θα συναφθεί μέσω ομολογιακών εκδόσεων στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Η Τράπεζα της Ελλάδος διεξήγαγε ανάλυση που εξετάζει τη διαχρονική επίδραση της εξομάλυνσης των πληρωμών τόκων για τα δάνεια του EFSF. H προσομοίωση αυτή δείχνει ότι, αν επιμηκυνθεί η μεσοσταθμική διάρκεια των πληρωμών τόκων για τα δάνεια του EFSF κατά 8,5 χρόνια και ταυτόχρονα μειωθούν τα απαιτούμενα πρωτογενή πλεονάσματα στο 2% του ΑΕΠ μετά το 2020, εξασφαλίζεται η βιωσιμότητα του χρέους. Η ανάλυση αυτή είναι ενδεικτική του ότι ακόμα και μια ήπια ελάφρυνση του χρέους μπορεί να έχει σημαντικές επιδράσεις στο προφίλ του χρέους, χωρίς κόστος για τους πιστωτές. Βέβαια, αν η εξομάλυνση των πληρωμών τόκων συνοδευθεί από υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης, ως αποτέλεσμα των χαμηλότερων πρωτογενών πλεονασμάτων, το προφίλ του λόγου του χρέους προς το ΑΕΠ και οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες θα είναι ακόμα πιο ευνοϊκά. Εναλλακτικά, αν πραγματοποιηθεί η εξομάλυνση των επιτοκίων και το κόστος επιμεριστεί εξίσου μεταξύ Ελλάδος και ESM, και σ’ αυτή την περίπτωση τα αποτελέσματα θα είναι ευνοϊκότερα. Όσον αφορά το ρόλο του τραπεζικού τομέα στην παροχή των αναγκαίων πιστώσεων για τη χρηματοδότηση δυναμικών επιχειρήσεων, το ζήτημα των ΜΕΔ εξακολουθεί να αποτελεί τη μεγαλύτερη πρόκληση. Το απόθεμα των ΜΕΔ έχει φθάσει σε πρωτοφανή επίπεδα, ενώ η επιδείνωση της ποιότητας του ενεργητικού είναι εκτεταμένη. Αναμφίβολα, μία από τις κύριες αιτίες της έντονης αύξησης των ΜΕΔ ήταν η βαθιά και παρατεταμένη οικονομική ύφεση και οι επιπτώσεις της στην οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων του μη χρηματοπιστωτικού τομέα. Όμως, διαδραμάτισαν ρόλο και άλλοι παράγοντες που σχετίζονται με διαρθρωτικής φύσεως εμπόδια: η αναποτελεσματικότητα των δικαστικών διαδικασιών, η υπερβολική προστασία των δανειοληπτών, η προνομιακή κατάταξη του Δημοσίου και των ταμείων συντάξεων έναντι άλλων κατηγοριών πιστωτών στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, η δυσμενής φορολογική μεταχείριση των προβλέψεων για τον πιστωτικό κίνδυνο και των διαγραφών δανείων, η έλλειψη πλαισίου για τον εξωδικαστικό συμβιβασμό και η ανυπαρξία δευτερογενούς αγοράς ΜΕΔ. Η Τράπεζα της Ελλάδος και η Πολιτεία έχουν λάβει σειρά μέτρων για την αντιμετώπιση των παραγόντων που χρόνια τώρα εμποδίζουν τις προσπάθειες των τραπεζών να επιλύσουν το πρόβλημα. Ως πρώτο βήμα, η Τράπεζα της Ελλάδος διεξήγαγε αξιολόγηση των προβληματικών στοιχείων του ενεργητικού (Troubled Assets Review – TAR) για να διαπιστώσει τη λειτουργική ετοιμότητα και αποτελεσματικότητα των διαδικασιών και των πρακτικών που έχουν καθιερώσει οι τράπεζες προκειμένου να προχωρήσουν σε μια ευρείας κλίμακας εξυγίανση των προβληματικών στοιχείων του ενεργητικού. Κατόπιν αυτής της αξιολόγησης, η Τράπεζα ενίσχυσε το σχετικό εποπτικό και κανονιστικό πλαίσιο. Εξέδωσε κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, σύμφωνα με τις οποίες οι τράπεζες οφείλουν να διαθέτουν επαρκή δομή διακυβέρνησης και ανεξάρτητη εσωτερική μονάδα για τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Εισήγαγε τον Κώδικα Δεοντολογίας, ο οποίος οριοθετεί τις σχέσεις των πιστωτικών και άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων με τους δανειολήπτες που εμφανίζουν καθυστέρηση στην αποπληρωμή των δανείων τους. Κατά τη στοχοθεσία ελήφθησαν υπόψη τα χαρακτηριστικά του χαρτοφυλακίου, της οργάνωσης και της ικανότητας κάθε τράπεζας. Παράλληλα, οι τράπεζες έχουν αναπτύξει εξειδικευμένα υποδείγματα για να υποστηρίξουν την προσαρμογή των επιχειρησιακών στόχων, λαμβάνοντας υπόψη μια σειρά από μακροοικονομικές παραδοχές. Οι βασικοί δείκτες απόδοσης παρακολουθούνται σε τριμηνιαία βάση, μέσω ενός αναβαθμισμένου πλαισίου εποπτικής πληροφόρησης, και η Τράπεζα της Ελλάδος, προκειμένου να ενισχύσει τη διαφάνεια και την πειθαρχία στην αγορά, έχει δεσμευθεί να δημοσιεύει σχετική έκθεση προόδου ανά τρίμηνο. Με βάση την πρώτη έκθεση που έχει ήδη δημοσιευθεί, η πρόοδος προς την επίτευξη του στόχου μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων κρίνεται ικανοποιητική, αν και το μεγαλύτερο μέρος της μείωσης δεν αναμένεται να πραγματοποιηθεί πριν από το τέλος του 2018-αρχές του 2019. Οι παραπάνω πρωτοβουλίες θα ενισχυθούν σημαντικά με την υλοποίηση περαιτέρω δράσεων πολιτικής που έχουν ήδη δρομολογηθεί. Συγκεκριμένα, έχουν γίνει σημαντικά βήματα για την αναθεώρηση της εξωδικαστικής διευθέτησης οφειλών, προκειμένου να διευκολυνθεί ο συντονισμός μεταξύ τραπεζών και άλλων πιστωτών, συμπεριλαμβανομένων του Δημοσίου και των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης. Σημαντική έμφαση θα δοθεί στην τυποποίηση των διαδικασιών για τους αυτοαπασχολούμενους και τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, ώστε να εξασφαλίζεται ταχεία, αποτελεσματική και διαφανής ρύθμιση των χρεών.
Επιπλέον, η αναθεώρηση του πτωχευτικού δικαίου αναμένεται να εξορθολογίσει τις διαδικασίες, επιτρέποντας τη συμμετοχή των πιστωτών στην αναδιάρθρωση επιχειρήσεων με αρνητική καθαρή θέση, ενώ η φορολογική μεταχείριση των προβλέψεων για τον πιστωτικό κίνδυνο και των διαγραφών δανείων βρίσκεται στα τελικά στάδια της νομοθετικής διαδικασίας. Όσον αφορά τις εναπομένουσες εκκρεμότητες, σημαντικό ζήτημα είναι η νομική προστασία των στελεχών των τραπεζών που ενεργούν με καλή πίστη κατά τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, ενώ θα πρέπει να μπει σε εφαρμογή η ηλεκτρονική πλατφόρμα πλειστηριασμών. Επιπρόσθετα, η ίδρυση κέντρων ενημέρωσης και υποστήριξης δανειοληπτών (ΚΕΥΔ) σε όλη τη χώρα, που θα παρέχουν συμβουλευτικές υπηρεσίες στους πολίτες, θα συμβάλει στην καλύτερη δυνατή διαχείριση των δανείων τους.
Ταυτόχρονα, εξαλείφοντας την αβεβαιότητα σχετικά με τα μελλοντικά έσοδα των τραπεζών, επιτρέπει στις τράπεζες να επωφεληθούν από χαμηλότερο κόστος χρηματοδότησης. Οι εξελίξεις αυτές επηρεάζουν θετικά την προσφορά δανείων. Επιπλέον, καθώς τα απομειωμένα στοιχεία ενεργητικού σταθμίζονται με υψηλότερο συντελεστή κινδύνου για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων, το χαμηλότερο επίπεδο των μη εξυπηρετούμενων δανείων επιτρέπει στις τράπεζες να ακολουθήσουν μια πιο επιθετική πολιτική και να χρηματοδοτήσουν επενδυτικές ευκαιρίες, χωρίς να περιορίζονται από στενότητα κεφαλαίων και χωρίς να περισπάται η προσοχή των διοικήσεών τους από την ανάγκη διαχείρισης ενός μεγάλης κλίμακας χαρτοφυλακίου προβληματικών στοιχείων ενεργητικού.
Επιπρόσθετα προς τα ανωτέρω, η οικονομία επηρεάζεται θετικά και από την πλευρά της ζήτησης, μέσα από το λεγόμενο «δίαυλο ισολογισμού των δανειοληπτών». Από τη σκοπιά της υπερχρέωσης, οι μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις με δάνεια σε καθυστέρηση μπορεί να έχουν λιγότερα κίνητρα να επενδύσουν σε νέα έργα, αφού τα τυχόν κέρδη τους θα χρησιμοποιηθούν για την εξυπηρέτηση των τρεχουσών δανειακών τους υποχρεώσεων. Επιπλέον, τα υψηλότερα επιτόκια δανεισμού που παρατηρούνται σε χώρες με παρατεταμένα προβλήματα μη εξυπηρετούμενων δανείων, επηρεάζουν αρνητικά τη ζήτηση πιστώσεων. Το υψηλότερο κόστος δανεισμού οδηγεί τις επιχειρήσεις να προσφεύγουν σε εσωτερικές πηγές χρηματοδότησης, με αποτέλεσμα, κατά μέσο όρο, την αποφυγή επενδυτικών σχεδίων μεγάλης κλίμακας. Η μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων έχει το αντίθετο αποτέλεσμα: βελτιώνει την προθυμία, τα κίνητρα και την ικανότητα των οικονομικών μονάδων να επενδύσουν σε νέα έργα.Οι πρακτικές συνέπειες των μη εξυπηρετούμενων δανείων για τις ευκαιρίες ανάπτυξης είναι εμφανείς όταν εξετάζουμε στοιχεία σε ευρωπαϊκό επίπεδο σχετικά με τον τραπεζικό δανεισμό προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά. Η συρρίκνωση του τραπεζικού δανεισμού είναι ιδιαίτερα έντονη σε χώρες που παρουσιάζουν υψηλά επίπεδα μη εξυπηρετούμενων δανείων. Ταυτόχρονα, τα κράτη-μέλη με υψηλά ποσοστά μη εξυπηρετούμενων δανείων καταγράφουν επίσης κάτω του μέσου όρου αύξηση του ΑΕΠ, δεδομένου ότι τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια διαμορφώνουν αντίστοιχα κάτω του μέσου όρου ροπή προς επενδύσεις. Το αντίθετο παρατηρείται για τα κράτη-μέλη που εμφανίζουν χαμηλότερο επίπεδο μη εξυπηρετούμενων δανείων.
|