Ενίσχυση της εμπιστοσύνης στην Ελληνική οικονομία και στο τραπεζικό σύστημα διαπιστώνουν στελέχη των τραπεζών, καθώς διευρύνεται η καταθετική βάση.
Ειδικότερα σύμφωνα με στοιχεία από τις εγχώριες τράπεζες, από τον Μάιο ως και τον Δεκέμβριο του 2017, ο ιδιωτικός τομέας επανέφερε στις τράπεζες καταθέσεις ύψους 7,4 δισ. ευρώ, με τα 4,8 δισ. ευρώ να προέρχονται από νοικοκυριά. Μάλιστα, το ήμισυ αυτών των κεφαλαίων, σύμφωνα με πηγές τραπεζών, βγήκε από θυρίδες και “σεντούκια”, αναστρέφοντας την τάση προηγούμενων ετών.
Ένα ακόμη χαρακτηριστικό μέγεθος που καταδεικνύει τη βελτίωση του κλίματος είναι η αύξηση του «νέου χρήματος», των νέων καταθέσεων δηλαδή που δεν υπόκεινται σε κεφαλαιακούς περιορισμούς μετά τη χαλάρωση του καλοκαιριού του 2016.
Το νέο χρήμα υπολογίζεται αυτή τη στιγμή σε περίπου 30 δισ. ευρώ, επί συνόλου 126 δισ. ευρώ καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα, και προέρχεται από “σεντούκια”, επενδυτικά προϊόντα που ρευστοποιούνται, χρήματα από το εξωτερικό και σε μεγάλο βαθμό μετρητά που καταθέτουν εμπορικές επιχειρήσεις.
Από τα περίπου 15 δισ. ευρώ ένα έτος πριν, το νέο χρήμα έχει τουλάχιστον διπλασιαστεί, εξέλιξη που δείχνει, σύμφωνα με τραπεζικά στελέχη, ότι εμπεδώνεται η κανονικότητα.
Μέρος του νέου χρήματος, σύμφωνα με τις ίδιες εκτιμήσεις χρησιμοποιείται σε υποχρεώσεις των καταθετών αλλά και ένα αξιοσημείωτο μέρος του, μένει στο σύστημα.
Τραπεζικά στελέχη βλέπουν ότι τους επόμενους μήνες όσο επαληθεύονται οι θετικές εκτιμήσεις για την οικονομία, και πλησιάζει η ολοκλήρωση του προγράμματος χρηματοδότησης, οι συνθήκες θα επιτρέψουν την επιτάχυνση του ρυθμού επιστροφής των καταθέσεων.
Για το 2018, συντηρητικές εκτιμήσεις τραπεζικών στελεχών κάνουν λόγο για τουλάχιστον 7 δισ. ευρώ νέες καταθέσεις με τις προσδοκίες να γίνονται υψηλότερες, και να φθάνουν ακόμη και στα 15 δισ. ευρώ, όσο βελτιώνονται οι συνθήκες.
Είναι ενδεικτική, σύμφωνα πάντα με τραπεζικές πηγές. η σημασία της σταθερότητας και του καλού κλίματος και αποτυπώνεται στις τάσεις του 2017, το οποίο χωρίζεται σε δύο περιόδους που κινήθηκαν σε διαμετρικά διαφορετικές κατευθύνσεις.
Στο πρώτο τετράμηνο του προηγούμενου έτους ήταν κυρίαρχη η ανησυχία των καταθετών και η αβεβαιότητα εξαιτίας της καθυστέρησης στην ολοκλήρωση της αξιολόγησης, ενώ από τον Μάιο και μετά, η συμφωνία με τους Θεσμούς και η οριστικοποίησή της τον Ιούνιο, ήταν ο καταλύτης για την άνοδο των καταθέσεων από τον ιδιωτικό τομέα που έγινε σταδιακά και σταθερά.
Ειδικότερα, την περίοδο Ιανουαρίου – Απριλίου μειώθηκαν κατά 2,4 δισ. ευρώ ενώ από τον Μάιο ως και τον Δεκέμβριο καταγράφηκαν εισροές 7,4 δισ. ευρώ.
Στο οκτάμηνο αυτό μάλιστα τα νοικοκυριά έφεραν στο σύστημα περίπου 4,8 δισ. ευρώ έναντι μείωσης των καταθέσεών τους κατά 1,6 δισ. ευρώ στο πρώτο τετράμηνο του έτους.
Στο τέλος του έτους, το ισοζύγιο των καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα ήταν θετικό με αύξηση της τάξης των 5 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 3 δισ. ευρώ προέρχονταν από τις καταθέσεις των νοικοκυριών.
Τις καταθέσεις των επιχειρήσεων τόνωσαν η πληρωμή σημαντικού ποσού των ληξιπρόθεσμων οφειλών από πλευράς του Δημοσίου, αλλά και η αύξηση των τουριστικών εισπράξεων. Οι επιχειρηματικές καταθέσεις, οι οποίες ενισχύθηκαν κατά 2,6 δισ. ευρώ από τον Απρίλιο ως και τον Δεκέμβριο και έκλεισαν το 2017 με αύξηση κατά 1,8 δισ. ευρώ.
Η αποπληρωμή των οφειλών αλλά και η βελτίωση του δείκτη οικονομικού κλίματος, έδωσε περαιτέρω ώθηση στον κύκλο εργασιών συγκεκριμένων κλάδων, όπως για παράδειγμα, τα φαρμακεία, την ενέργεια, τα τρόφιμα, και τον τουρισμός, δημιουργώντας προσδοκίες σε συνδυασμό με τα θετικά μακροοικονομικά δεδομένα.