Παρόλο που οι ελληνικές τράπεζες έχουν ισχυροποιηθεί σημαντικά στη διάρκεια του εννεαμήνου Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου 2017, δεν δικαιολογείται εφησυχασμός, καθώς το τραπεζικό σύστημα παραμένει ευάλωτο σε εξωγενείς χρηματοπιστωτικούς κινδύνους.
Αυτό επισημαίνει, μεταξύ άλλων, η επισκόπηση του Ελληνικού Χρηματοπιστωτικού Συστήματος, που εξέδωσε σήμερα η Τράπεζα της Ελλάδος.
Η ΤτΕ εκτιμά, ότι το εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα παραμένει ευάλωτο σε μακροοικονομικές και χρηματοπιστωτικές διαταραχές, παρόλο που οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα εμφανίζονται ευοίωνες.
Ειδικότερα, το 2018 οι τράπεζες καλούνται να προσαρμοστούν σε νέες προκλήσεις, με κυριότερες την εφαρμογή των νέων λογιστικών προτύπων, την αυστηροποίηση του χειρισμού των προβλέψεων για τα νέα Μη εξυπηρετούμενα Ανοίγματα, αλλά και τη διενέργεια της πανευρωπαϊκής άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων από την ΕΚΤ.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η ΤτΕ υποστηρίζει, ότι είναι θετικό που υπάρχει ένα απόθεμα ασφαλείας, με σκοπό τη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, για την ενδεχόμενη στήριξη του τραπεζικού τομέα, εάν αυτή καταστεί αναγκαία.
Η Τράπεζα της Ελλάδος καλεί τα πιστωτικά ιδρύματα, στο αμέσως προσεχές διάστημα να εντείνουν τις προσπάθειές τους για την επίτευξη των επιχειρησιακών τους στόχων για την μείωση των «κόκκινων» δανείων, οι οποίοι για τα επόμενα δύο έτη χαρακτηρίζονται υψηλοί και φιλόδοξοι.
Όπως αναφέρεται στην έκθεση, «οι τράπεζες επιβάλλεται να διευρύνουν το ταχύτερο δυνατόν τις λύσεις που προτείνουν στους δανειολήπτες και να προχωρήσουν στη λήψη πιο δραστικών αποφάσεων, ιδίως όσον αφορά τις ενέργειες αναδιάρθρωσης βιώσιμων επιχειρήσεων, τον εντοπισμό των στρατηγικών κακοπληρωτών και την εφαρμογή οριστικής λύσης για τις μη βιώσιμες επιχειρήσεις».
Σενάριο που έχει επεξεργαστεί η ΤτΕ, προβλέπει ότι ακόμη και αν οι τράπεζες πωλούσαν στο 3% της ονομαστικής τους αξίας το 64,7% του χαρτοφυλακίου των μη εξυπηρετουμένων επιχειρηματικών και καταναλωτικών δανείων (29,8 δισ. ευρω), ο δείκτης κεφαλαιακής τους επάρκειας δεν θα υποχωρούσε κάτω από το 12,5%.
ΕΕ: Mείωση ύψους 0,6% των κόκκινων δανείων στην Ελλάδα, μεταξύ 2016 και 2017
Mείωση ύψους 0,6% των κόκκινων δανείων στην Ελλάδα, μεταξύ 2016 και 2017, καταγράφει η πρώτη έκθεση προόδου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, υπογραμμίζοντας, ωστόσο, ότι αναμένεται επιτάχυνσή της το αμέσως επόμενο διάστημα.
Ειδικότερα, η έκθεση της Επιτροπής σημειώνει ότι στην Ελλάδα, το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων σε σχέση με το σύνολο των δανείων μειώθηκε από 47,2% τον Ιούνιο του 2016 σε 46,9% τον Ιούνιο του 2017, ενώ τα ιδιωτικά δάνεια υπέστησαν μία μικρή άνοδο από 50,5% τον Ιούνιο του 2016 σε 50,6% τον Ιούνιο του 2017.
«Η Ελλάδα έχει, όντως, το μεγαλύτερο ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων και η μείωσή τους είναι σταδιακή. Πρέπει, όμως, να σημειώσουμε ότι τώρα μόνο η Ελλάδα βγαίνει από μία μείζονα οικονομική κρίση» δήλωσε σήμερα, κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου, ο αντιπρόεδρος της Επιτροπής, αρμόδιος για το ευρώ, Βάλντις Ντομπρόφσκις, εξηγώντας πως η «βαθιά» και «παρατεταμένη» κρίση δεν μπορεί παρά να αντικατοπτρίζεται στα υψηλά επίπεδα μη εξυπηρετούμενων δανείων. Ωστόσο, επισήμανε ότι πλέον η Ελλάδα βρίσκεται σε φάση «ανάκαμψης» και ως εκ τούτου «αναμένεται ότι η μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων θα ενταθεί και στην Ελλάδα τώρα».
Σύμφωνα με την έκθεση, η μείωση των κόκκινων δανείων παραμένει ο βασικός πυλώνας της πολιτικής που υιοθετήθηκε στην Ελλάδα σε ό,τι αφορά τον χρηματοπιστωτικό τομέα, στο πλαίσιο του προγράμματος οικονομικής βοήθειας. Όπως τονίζεται, «η μικρή αύξηση στο ποσοστό των δανείων μπορεί να συνδεθεί με την καθυστερημένη εφαρμογή των απαιτήσεων του προγράμματος καθώς και με τις παρατεταμένες διαπραγματεύσεις στο πλαίσιο της δεύτερης αξιολόγησης του τρίτου προγράμματος οικονομικής προσαρμογής».
Επιπρόσθετα, η έκθεση αναφέρει ότι οι διαγραφές παραμένουν το βασικό εργαλείο για την αντιμετώπιση των επισφαλών δανείων, ενώ τονίζεται ότι «συνολικά, οι τράπεζες έχουν εκπληρώσει τους στόχους ονομαστικής μείωσης μέχρι στιγμής».