«Παρά τις προκλήσεις και τη ρευστότητα στο διεθνές περιβάλλον, οι ελληνικές εξαγωγές κατάφεραν να διατηρήσουν υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης για τέταρτο συνεχόμενο μήνα» όπως σημειώνει ο Πανελλήνιος Σύνδεσμος Εξαγωγέων.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, οι εξαγωγές τον Απρίλιο αυξήθηκαν κατά 11,6% και ανήλθαν στα 2,58 δισ. ευρώ από 2,32 δισ. ευρώ το αντίστοιχο διάστημα του 2017. Την ίδια στιγμή, περαιτέρω μείωση σημείωσε και το εμπορικό έλλειμμα, το οποίο περιορίσθηκε στα 1,74 δισ. ευρώ από 1,82 δισ. ευρώ τον αντίστοιχο μήνα του 2017.
Όλα δείχνουν, όπως σημείωνει ο σύνδεσμος, πως εκτός απροόπτου οι αυξητικές τάσεις θα συνεχισθούν και τους επόμενους μήνες του τρέχοντος έτους, κόντρα στις αντιξοότητες που εξακολουθούν να υπάρχουν στην εσωτερική αγορά (π.χ. υψηλή φορολογία και ελλιπής χρηματοδότηση). Πηγή προβληματισμού αποτελεί και η τελευταία κίνηση των ΗΠΑ, να επιβάλλουν δασμούς στις εισαγωγές χάλυβα και αλουμινίου και στην Ευρώπη. Από την άλλη πλευρά, θετικά αναμένεται να λειτουργήσει η περαιτέρω χαλάρωση των capital controls, μια κίνηση που θα διευκολύνει την προσπάθεια των Ελλήνων εξαγωγέων.
Ειδικότερα, σύμφωνα με την ανάλυση του Πανελληνίου Συνδέσμου Εξαγωγέων και του Κέντρου Εξαγωγικών Ερευνών και Μελετών (ΚΕΕΜ), επί των προσωρινών στοιχείων της ΕΛ-ΣΤΑΤ, οι εξαγωγές, συμπεριλαμβανομένων των πετρελαιοειδών, τον Απρίλιο του 2018 αυξήθηκαν κατά 268,3 εκ. ευρώ ή κατά 11,6% και ανήλθαν στα 2,58 δισ. ευρώ από 2,32 δισ. ευρώ το αντίστοιχο διάστημα του 2017. Ανοδικά κινήθηκαν οι εξαγωγές και χωρίς πετρελαιοειδή. Συγκεκριμένα, ενισχύθηκαν κατά 12,4% ή κατά 189,2 εκατ. ευρώ και έφθασαν στα 1,71 δισ. ευρώ από 1,52 δισ. ευρώ.
Ανοδικά κινήθηκαν και οι εισαγωγές τον Απρίλιο του 2018, με αύξηση κατά 183,6 εκατ. ευρώ ή κατά 4,4%, και ανήλθαν σε 4,33 δισ. ευρώ έναντι 4,14 δισ. ευρώ κατά τον ίδιο μήνα του έτους 2017. Αντίθετα, εξαιρουμένων των πετρελαιοειδών, οι εισαγωγές υποχώρησαν στα 3,04 δισ. ευρώ από 3,38 δισ. ευρώ, δηλαδή κατά 335,5 εκατ. ευρώ ή κατά 9,9%.
Ως αποτέλεσμα των παραπάνω κινήσεων, το εμπορικό έλλειμμα μειώθηκε τον Απρίλιο του 2018 κατά 114 εκατ. ευρώ, ή κατά 4,6%, στα 1,74 δισ. ευρώ από 1,82 δισ. ευρώ τον αντίστοιχο μήνα του 2017. Χωρίς τα πετρελαιοειδή, το εμπορικό έλλειμμα μειώθηκε στα 1,33 δισ. ευρώ από 1,86 δισ. ευρώ, δηλαδή κατά 524,7 εκατ. ευρώ, ή κατά 28,3%.
Παρόμοια είναι η εικόνα και στο διάστημα Ιανουαρίου – Απριλίου 2018. Οι εξαγωγές αυξήθηκαν κατά 1,22 δισ. ευρώ ή κατά 13,2% και ανήλθαν σε 10,45 δισ. ευρώ από 9,23 δισ. ευρώ ενώ χωρίς τα πετρελαιοειδή αυξήθηκαν στα 7,14 δισ. ευρώ από 6,29 δισ. ευρώ, δηλαδή κατά 839,8 εκατ. ευρώ ή κατά 13,3%.
Οι εισαγωγές στο διάστημα Ιανουαρίου – Απριλίου μειώθηκαν οριακά κατά 35,9 εκατ. ευρώ ή κατά 0,2%, με τη συνολική τους αξία να διαμορφώνεται στα 17,53 δισ. ευρώ έναντι 17,56 δισ. ευρώ κατά το ίδιο διάστημα του έτους 2017. Εξαιρουμένων των πετρελαιοειδών, οι εισαγωγές μειώθηκαν στα 12,79 δισ. ευρώ από 13,45 δισ. ευρώ, δηλαδή κατά 659,3 εκατ. ευρώ ή κατά 4,9%.
Ως αποτέλεσμα των παραπάνω κινήσεων, το εμπορικό έλλειμμα μειώθηκε σημαντικά το πρώτο τετράμηνο του 2018 κατά 1,26 δισ. ευρώ ή κατά 15,1%, στα 7,08 δισ. ευρώ από 8,34 δισ. ευρώ το αντίστοιχο διάστημα του 2017. Χωρίς τα πετρελαιοειδή, το εμπορικό έλλειμμα μειώθηκε στα 5,66 δισ. ευρώ από 7,16 δισ. ευρώ, δηλαδή κατά 1,49 δισ. ευρώ, ή κατά 20,9%.
Η πορεία των εξαγωγών ανά γεωγραφική περιοχή
Όσον αφορά στην πορεία των εξαγωγών ανά γεωγραφικές περιοχές τον Απρίλιο του 2018, παρατηρείται σημαντική άνοδος προς όλους τους προορισμούς. Έτσι, η συνολική αξία των εξαγωγών, συμπεριλαμβανομένων των πετρελαιοειδών, είναι αυξημένη τόσο προς τις Χώρες της ΕΕ (+12,6) όσο και προς τις Τρίτες Χώρες (+10,3%). Παρόμοια είναι η εικόνα όταν εξαιρεθούν τα πετρελαιοειδή, με τις εξαγωγές να καταγράφουν άνοδο τόσο προς τις Χώρες της ΕΕ (+11,8%) όσο και προς τις Τρίτες Χώρες (+13,7%).
Αναφορικά με το ποσοστό των εξαγωγών που κατευθύνονται στις αγορές των κρατών-μελών, συμπεριλαμβανομένων των πετρελαιοειδών, αυτό διαμορφώθηκε στο 55,3% από 54,7% τον Απρίλιο του 2017 ενώ το μερίδιο των εξαγωγών προς τις Τρίτες Χώρες υποχώρησε οριακά σε 44,7% από 45,3%. Χωρίς τα πετρελαιοειδή, το μερίδιο των εξαγωγών προς τις χώρες της ΕΕ διαμορφώνεται στο 68% και των τρίτων χωρών στο 32%.
Η πορεία ανά κλάδο
Σχετικά με τις μεγάλες κατηγορίες προϊόντων, τον Απρίλιο του 2018 όλοι οι κλάδοι ήταν ανοδικοί πλην των πρώτων υλών (-0,5%) και των ποτών και καπνού (-1,3%). Τη μεγαλύτερη αύξηση παρουσίασαν τα εμπιστευτικά προϊόντα (+53%), λάδια (+27,1%), τα μηχανήματα (+18,9%), και τα χημικά (+13,9%).
Όσον αφορά στο διάστημα Ιανουαρίου – Απριλίου του 2018, οι κατηγορίες που ξεχώρισαν ήταν τα λάδια (+59,9%), τα μηχανήματα (+17,2%) τα βιομηχανικά προϊόντα (+15,7%), τα εμπιστευτικά προϊόντα (+15,7%) τα πετρελαιοειδή (+13,4%) ενώ ο κλάδος των ποτών και του καπνού ήταν ο μόνος που σημείωσε πτώση (-6,1).
Η ελληνική οικονομία ανεβάζει ταχύτητα ωθούμενη από τις εξαγωγές
Ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ επιταχύνθηκε περαιτέρω το πρώτο τρίμηνο του 2018, στο 2,3% ετησίως (από 2% ετησίως το τέταρτο τρίμηνο του 2017), που συνιστά την καλύτερη επίδοση της τελευταίας δεκαετίας, ενώ σε εποχικά διορθωμένη τριμηνιαία βάση, το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 0,8% σε σχέση με το 4ο τρίμηνο του 2017, επισημαίνεται σε μελέτη της Εθνικής Τράπεζας.
Όπως τονίζεται στην μελέτη, η συνεισφορά των καθαρών εξαγωγών ήταν καταλυτική για την ανωτέρω επίδοση. Συγκεκριμένα, οι καθαρές εξαγωγές προσέθεσαν 3,4 ποσοστιαίες μονάδες στην ετήσια μεταβολή του ΑΕΠ, που αποτελεί την ισχυρότερη επίδοση από το 2ο τρίμηνο του 2012. Η επίδοση αυτή αντανακλά, κυρίως, τη θετική συνεισφορά από την αύξηση των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών κατά 7,6% ετησίως, που προσέθεσε 2,4 ποσοστιαίες μονάδες στο ΑΕΠ, ενώ επίσης θετική, κατά μία ποσοστιαία μονάδα, ήταν και η επίδραση από τη μείωση των εισαγωγών. Μάλιστα, η τελευταία οφείλεται, σε σημαντικό βαθμό, στο εξαιρετικά υψηλό επίπεδο εισαγωγών την αντίστοιχη περυσινή περίοδο που αντανακλούσε, κυρίως, τις αυξημένες παραγγελίες από τον επιχειρηματικό τομέα, ο οποίος εισερχόταν σταδιακά σε φάση ανάκαμψης μετά από μια παρατεταμένη περίοδο συρρίκνωσης της δραστηριότητάς του.
Από τη διάρθρωση των εξαγωγών προκύπτει πως οι εξαγωγές αγαθών αποτελούν τον πρωταγωνιστή και κατά το πρώτο τρίμηνο του 2018. Συγκεκριμένα, αυξήθηκαν κατά 10,5% ετησίως (σε σταθερές τιμές ή κατά 0,9 δισ. ευρώ) με το μερίδιό τους στο ΑΕΠ να αυξάνει στο ιστορικό υψηλό του 18,5% στο πρώτο τρίμηνο του 2018, αποτυπώνοντας μία αδιάκοπη, σχεδόν, ανοδική τροχιά 9 ετών, η οποία μεταφράστηκε σε σωρευτική αύξηση του όγκου των εξαγωγών αγαθών της τάξης του 70% μεταξύ 2009-2018. Είναι αξιοσημείωτο ότι διευρύνθηκε περαιτέρω η απόσταση μεταξύ του μεριδίου στο ΑΕΠ των εξαγωγών αγαθών και των εξαγωγών υπηρεσιών (4,5 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ το πρώτο τρίμηνο του 2018 από 3,3 ποσοστιαίες μονάδες το 2017, 3,6 ποσοστιαίες μονάδες το 2016 και 1,8 ποσοστιαίες μονάδες το 2015), σε αντίθεση με το παρελθόν, κατά το οποίο οι εξαγωγές υπηρεσιών αποτελούσαν την πλειοψηφία των ελληνικών εξαγωγών, λόγω των ισχυρών συνεισφορών του τουρισμού και της ναυτιλίας.
Η επίδραση, όμως, της ιδιωτικής κατανάλωσης και των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου, αναφέρεται στην μελέτη, ήταν αρνητική, της τάξης των 0,3 και 1,3 ποσοστιαίων μονάδων, αντίστοιχα, εξαιτίας της μείωσής τους κατά 0,4% και 10,4% σε ετήσια βάση, αντίστοιχα, το πρώτο τρίμηνο του 2018. Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι η παρατηρούμενη συρρίκνωση στις επενδύσεις παγίου κεφαλαίου το πρώτο τρίμηνο του 2018 διογκώνεται τεχνητά από τη δυσμενή σύγκριση με την απότομη αύξηση των επενδύσεων το πρώτο τρίμηνο του 2017 (17,0% ετησίως από πολύ χαμηλή βάση), κυρίως, σε μεταφορικό εξοπλισμό (κατά βάση εμπορικά πλοία και δευτερευόντως οχήματα και εξοπλισμός φορτοεκφόρτωσης λιμένων). Αν συνεκτιμηθεί και η συνδεόμενη μείωση των εισαγωγών που σχετίζονται με τις ανωτέρω επενδύσεις η καθαρή επιβάρυνση στο ΑΕΠ από τη μείωση της επενδυτικής δαπάνης ήταν χαμηλότερη του 0,3% σε ετήσια βάση το πρώτο τρίμηνο του 2018.
Σημειώνεται ότι, εξαιρουμένων των επενδύσεων σε μεταφορικό εξοπλισμό, όλες οι υπόλοιπες υποκατηγορίες επενδύσεων αυξήθηκαν, συνδυαστικά, κατά 10,5% ετησίως το πρώτο τρίμηνο του 2018.
Είναι αξιοσημείωτο, τονίζεται στην μελέτη, ότι το πρώτο τρίμηνο του 2018 ακόμα και η κατασκευή κατοικιών σημείωσε την πρώτη ετήσια αύξηση της τελευταίας δεκαετίας (10,7% ετησίως από πολύ χαμηλή βάση εκκίνησης) σηματοδοτώντας, πιθανότατα, το τέλος της πιο παρατεταμένης υφεσιακής περιόδου για την ελληνική αγορά κατοικίας μεταπολεμικά.
Η σταθεροποιητική πορεία της ιδιωτικής κατανάλωσης (-0,4% ετησίως, ωστόσο +0,3% σε εποχικά διορθωμένη τριμηνιαία βάση το 1ο τρίμηνο του 2018) ήταν, εν πολλοίς, αναμενόμενη, καθώς η πίεση των δημοσιονομικών μέτρων, των αυξημένων ασφαλιστικών εισφορών και η συγκράτηση του μισθολογικού κόστους απορρόφησαν τα οφέλη που έχει η υγιής αύξηση της απασχόλησης στο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών.
Η πορεία των μηνιαίων δεικτών οικονομικής δραστηριότητας για το 2ο τρίμηνο του 2018, όπως συνοψίζεται σε ένα συνδυαστικό δείκτη που εκτιμά η Δ/νση Οικονομικής Ανάλυσης της ΕΤΕ, υποδηλώνει τη δυνατότητα περαιτέρω επιτάχυνσης του ΑΕΠ στο 2,7% ετησίως την ίδια περίοδο. Μια τέτοια εξέλιξη θα αύξανε την πιθανότητα να αποτελέσει το 2018 τον πρώτο χρόνο υπέρβασης του μέσου όρου των επίσημων προβλέψεων για την ανάπτυξη (από ΕΕ, ΔΝΤ και ελληνική κυβέρνηση).
Ωστόσο, δεδομένης της αβεβαιότητας που δημιουργούν τόσο η αύξηση των διεθνών τιμών πετρελαίου (31,3% υψηλότερα σε ετήσια βάση, κατά μέσο όρο, τον Απρίλιο-Μάιο 2018) όσο και η αστάθεια στην Ιταλία, η διεύθυνση οικονομικής ανάλυσης της ΕΤΕ επιλέγει να διατηρήσει αμετάβλητη την αρχική της πρόβλεψη για ετήσια αύξηση του ΑΕΠ κατά 2%, ετησίως, στο σύνολο του 2018 (όπως δημοσιεύτηκε τον Ιανουάριο του 2018). Αξίζει να επισημανθεί ότι η ΕΤΕ εκτιμά ότι μια παρατεταμένη αύξηση κατά 10% των τιμών πετρελαίου σε ευρώ – σε απόλυτες τιμές υψηλότερες των 60 ευρώ ανά βαρέλι – αφαιρεί περίπου 0,3% από τον ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης σε ορίζοντα 12μήνου (σημειώνεται ότι η μέση μεταβολή των τιμών πετρελαίου σε ευρώ στο 5μηνο του 2018 διαμορφώνεται στο 16,9% ετησίως).
Επιπροσθέτως, η Ιταλία αποτελεί την κορυφαία εξαγωγική αγορά για τα ελληνικά αγαθά την τελευταία 3ετία, με τις συνολικές ελληνικές εξαγωγές προς τη συγκεκριμένη αγορά να αντιστοιχούν σε 1,7% του ελληνικού ΑΕΠ και τις τουριστικές εισπράξεις από την Ιταλία να ανέρχονται στο 0,4% του ΑΕΠ το 2017, αποτελώντας την 5η μεγαλύτερη τουριστική αγορά για την Ελλάδα. Το ενδεχόμενο σημαντικής εξασθένισης των οικονομικών επιδόσεων της Ιταλίας θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά την ελληνική ανάπτυξη με την άμεση επίδραση να εκτιμάται έως και -0,2% του ΑΕΠ στο σύνολο του 2018.
Η επιβάρυνση θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερη – αν και εξαιρετικά δύσκολο να ποσοτικοποιηθεί – στην περίπτωση που η αστάθεια στην Ιταλία ή σε άλλη χώρα της Ευρωζώνης οδηγήσει σε σημαντική αύξηση των ασφαλίστρων κινδύνου της ευρωπαϊκής περιφέρειας και των επιτοκίων δανεισμού, καθώς και σε επιβάρυνση των αποτιμήσεων των χρεογράφων και άλλων στοιχείων ενεργητικού του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα στις πιο ευάλωτες οικονομίες συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας.