Αύριο συμπληρώνονται τέσσερα χρόνια από την έναρξη μίας ιστορικής σημασίας δίκης, το διακύβευμα της οποίας δεν περιορίζεται στον καταλογισμό και την τιμωρία σοβαρότατων αδικημάτων αλλά πρωτίστως αφορά ένα κοινοβουλευτικό κόμμα και τη δράση του που, κατά τη δικογραφία, συνιστά δράση εγκληματικής οργάνωσης. Η δίκη της Χρυσής Αυγής είναι μοναδική περίπτωση ποινικής υπόθεσης εντός και εκτός Ελλάδας, όπου σε ολόκληρη την κοινοβουλευτική ομάδα και σε μέλη κόμματος καταλογίζεται σειρά ακραία βίαιων ενεργειών μίσους κατά συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων με κορωνίδα, την δολοφονία του Παύλου Φύσσα το 2013.
Η δίκη ξεκίνησε ενώπιον του Α’ Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων στις 20 Απριλίου 2015 στη δικαστική αίθουσα των φυλακών Κορυδαλλού εν μέσω εντάσεων εντός και εκτός της αίθουσας αλλά και με τεράστιες τεχνικές δυσκολίες. Στους 69 κατηγορούμενους περιλαμβάνονται ο αρχηγός και όλοι οι εκλεγμένοι το 2012 βουλευτές του κόμματος, το οποίο, σύμφωνα με τον αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Χαράλαμπο Βουρλιώτη, αποτελεί μία «ενεργή ναζιστικού τύπου εγκληματική οργάνωση που δρα από το 1987 μέχρι σήμερα με στρατιωτική δομή, ιεραρχία και διακλαδώσεις σε όλη τη χώρα». Ο ανώτατος εισαγγελικός λειτουργός που μετά τη δολοφονία Φύσσα ερεύνησε την υπόθεση της Χρυσής Αυγής, στο πόρισμά του τόνισε πως «η βία για τη Χρυσή Αυγή είναι το μήνυμα και όχι το μέσον επίτευξης των επιδιώξεών τους». Οι υποθέσεις που εξετάστηκαν από το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων είναι η δολοφονία του 34χρονου μουσικού, εργάτη στη Ζώνη Περάματος, Παύλου Φύσσα, τη νύχτα της 17ης Σεπτεμβρίου 2013, η επίθεση σε βάρος τριών Αιγυπτίων ψαράδων στο σπίτι τους στο Πέραμα στις 12 Ιουνίου 2012 και η επίθεση σε βάρος μελών του ΠΑΜΕ στις 12 Σεπτεμβρίου 2013 στο Πέραμα, με εννέα τραυματίες.