Σε σημαντική αύξηση του κόστους παραγωγής, αναμένεται να οδηγήσει η εκτόξευση του ενεργειακού κόστους για τη συντριπτική πλειοψηφία των επιχειρήσεων, σύμφωνα με έρευνα που διεξήγαγε το Βιοτεχνικό Επιμελητήριο Αθήνας τον Σεπτέμβριο.
Συγκεκριμένα, το 68% των ΜΜΕ εκτιμούν, ότι οι διεθνείς αυξήσεις θα επηρεάσουν πολύ και πάρα πολύ το κόστος παραγωγής, καθώς όσο περισσότερο εξαρτημένες είναι οι επιχειρήσεις από το ενεργειακό κόστος, τόσο μεγαλύτερες επιπτώσεις αναμένουν από τις διεθνείς αυξήσεις.
Ως εκ τούτου, σχεδόν οι μισές επιχειρήσεις εκτιμούν, ότι οι τιμές των προϊόντων/υπηρεσιών τους θα αυξηθούν γύρω στο 10% εξαιτίας των ανατιμήσεων στην ενέργεια, ενώ ένα 15% εκτιμούν ότι η αύξηση θα ξεπεράσει ακόμη και το 30%.
Υπογραμμίζεται ότι, σύμφωνα με την έρευνα, σημαντικές αυξήσεις τιμών ετοιμάζουν ακόμη και εκείνες οι επιχειρήσεις που δεν εξαρτώνται υπέρμετρα από το ενεργειακό κόστος. Και αυτό, αναφέρει το επιμελητήριο, καθώς το ηλεκτρικό ρεύμα από παρόχους, κυριαρχεί ως μορφή ενέργειας και αποτελεί το βασικό ενεργειακό κόστος για το 95% περίπου των επιχειρήσεων.
Με ποσοστά κάτω από το 10% ακολουθούν οι επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν φυσικό αέριο και πετρέλαιο, ενώ το ποσοστό των εταιρειών που κάνουν χρήση των φωτοβολταϊκών, είναι ελάχιστο.
Συνολικά, η ενέργεια αποτελεί κυρίαρχο συντελεστή κόστους (άνω του 20%) για το ένα τρίτο των βιοτεχνικών επιχειρήσεων, με την έρευνα να αναδεικνύει, ότι η μεγάλη διαφορά βρίσκεται στο μέγεθος της εταιρείας, καθώς για το ένα τρίτο των εταιρειών με προσωπικό άνω των 50 ατόμων, το ενεργειακό κόστος ξεπερνά το 20% και για ένα άλλο τρίτο το 35%.
Ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι το γεγονός, ότι το 9% των επιχειρηματιών που συμμετείχαν στην έρευνα δεν γνώριζαν το ποσοστό συμμετοχής του ενεργειακού κόστους στο συνολικό κόστος παραγωγής τους, ενώ ένα ενδιαφέρον γεωγραφικό στοιχείο είναι ότι οι επιχειρήσεις -κυρίως του ανατολικού τομέα και ακολούθως του κεντρικού τομέα της Αττικής- έχουν ακόμη μεγαλύτερο κόστος ενέργειας, ενώ υπογραμμίζεται, ότι τόσο η παραγωγή, όσο και οι υπηρεσίες της βιοτεχνίας, έχουν την ίδια ενεργειακή απαίτηση.
Η ενεργειακή κρίση βρίσκει την πραγματική οικονομία ανοχύρωτη, καθώς τρεις στους τέσσερις επιχειρηματίες δεν έχουν ακόμη αναζητήσει τρόπους για παραγωγή ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, έναντι του μόλις 10% εξ αυτών, που το έχει ήδη κάνει.
Η έρευνα δείχνει ότι με την ενεργειακή κρίση, τρεις στους τέσσερις επιχειρηματίες, προχωρούν σε αμυντικές κινήσεις στρατηγικής, σχεδιάζοντας την αγορά μηχανημάτων χαμηλότερης ενεργειακής κλάσης ή παραγωγής ΑΠΕ, με χρηματοδοτικές ενισχύσεις.
Την ίδια στιγμή, όπως προκύπτει από τις απαντήσεις, αν και η κυβέρνηση δείχνει να αντιλαμβάνεται το μέγεθος του προβλήματος και να προχωράει στις εξαγγελίες σειράς μέτρων, ωστόσο οι μικρομεσαίοι επιχειρηματίες δεν φαίνεται να ικανοποιούνται, καθώς περισσότερες από τις μισές επιχειρήσεις (51%) που συμμετείχαν στην έρευνα αξιολογούν τα κυβερνητικά μέτρα ανεπαρκή, 45,9% επαρκή σε μικρό βαθμό, με μόνο ένα 3% να θεωρεί πως αυτά επαρκούν σε μεγάλο βαθμό.
Μέτρα
Σημειώνεται πως οι επιχειρήσεις σχετικά με τις δικές τους προτάσεις για το κόστος ενέργειας, πρότειναν μέτρα όπως:
– Απεξάρτηση τελικού τιμολογίου πληρωμής από έμμεσες χρεώσεις (δημοτικά τέλη, ΕΡΤ κλπ)
– Απορρόφηση ΟΤΣ
– Αυστηρός έλεγχος του καρτέλ των παρόχων
– Επαναφορά του τιμολογίου για Γ21Β (βιοτεχνικό)
– Επιδότηση για την μισό της αύξησης στο μαζούτ. Όμοια στο ηλεκτρικό.
– Επιδότηση φωτοβολταϊκών για επιχειρήσεις
– Επιπλέον εκπτώσεις σε επιχειρήσεις που το ρεύμα είναι από τις πρωτεύουσες δαπάνες
– Μείωση κόστους παραγωγής ενέργειας και όχι αύξηση από τη στιγμή που έχουν τοποθετηθεί χιλιάδες ανεμογεννήτριες και φωτοβολταικά.
– Κατάργηση ΕΦΚ σε ενέργεια
– Λιγότερα δημοτικά τέλη
– Μείωση ειδικού φόρου κατανάλωσης, επαναφορά σε λειτουργία στις λιγνιτικές μονάδες σε περιόδους ενεργειακής κρίσης
– Μείωση τιμής στο ρεύμα ή μείωση υπολοίπων εισφορών
– Το έργο της παραγωγής ανανεώσιμης μορφής ενέργειας, να είναι στην ευθύνη των εταιριών που προωθούν και πωλούν την ενέργεια και όχι των πελατών τους.
– Χαμηλότερο τιμοκατάλογο για παραγωγικές επιχειρήσεις.
Ο πρόεδρος του ΒΕΑ Παύλος Ραβάνης, επισήμανε: «Το 30% των επιχειρήσεων σύμφωνα με την έρευνα που πραγματοποίησε το Βιοτεχνικό Επιμελητήριο της Αθήνας, επηρεάζονται άμεσα από την αύξηση του ρεύματος.
Η ενέργεια, αποτελεί κυρίαρχο συντελεστή κόστους (άνω του 20%) για το ένα τρίτο των βιοτεχνικών επιχειρήσεων. Η αύξηση του κόστους ενέργειας, αναμφισβήτητα θα μεταφερθεί στα προϊόντα, καθώς δεν θα μπορέσει να το απορροφήσει η επιχείρηση.
Το επιπλέον κόστος θα κληθεί να το επιβαρυνθεί τόσο ο καταναλωτής όσο και ο ίδιος ο επιχειρηματίας, ειδικά για όσους εξάγουν τα προϊόντα τους στο εξωτερικό, η αύξηση της τιμής τους θα τα καθιστά πλέον μη ανταγωνιστικά.
Ο Α΄ αντιπρόεδρος του ΒΕΑ Κωνσταντίνος Δαμίγος, ανέφερε: «Όλες οι επιχειρήσεις θα επιβαρυνθούν με την αύξηση του ενεργειακού κόστους και ιδιαίτερα οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις. Οι κλάδοι που πλήττονται άμεσα, είναι κυρίως αρτοποιεία, ζαχαροπλαστεία, αλλά και κλάδοι και τεχνικά επαγγέλματα, όπως η οικοδομή, στερούνται ήδη πρώτων υλών από την αύξηση των μεταφορικών και του κόστους παραγωγής τους. Καταγράφονται καθυστερήσεις στην κατασκευή έργων, καθώς μια παραγγελία, καθυστερεί να υλοποιηθεί, από μια εβδομάδα έως δέκα μέρες».
Ο Γ΄ αντιπρόεδρος του ΒΕΑ Γιώργος Παύλου αναφέρει: «Η βιοτεχνία, δεν μπορεί να αντέξει το ενεργειακό κόστος. Οι αυξήσεις είναι αρκετά μεγάλες, με αποτέλεσμα να πληγεί ο τελικός καταναλωτής. Οι αυξήσεις σε προϊόντα που ήδη καταγράφονται, φτάνουν το 5%, αλλά θεωρώ ότι αυτό το ποσοστό το προσεχές διάστημα θα αυξηθεί, εάν δεν ληφθούν άμεσα μέτρα για την ενίσχυση της βιοτεχνίας».