«Σίγουρα δεν φανταζόμουν ότι στον πρώτο χρόνο της διακυβέρνησής μου θα έπρεπε να διαχειριστώ τόσες κρίσεις μαζεμένες. Αλλά πηγαίνοντας στο 2021, σε αυτήν την εμβληματική χρονιά, ίσως αυτή η παρακαταθήκη να μας οδηγήσει να ξαναδούμε και την ιστορία μας αλλά και το μέλλον μας μέσα από μία διαφορετική ματιά», τόνισε ο πρωθυπουργός μιλώντας στην εκπομπή “ Synthesis” του τηλεοπτικού σταθμού “ Σκάι”.
Αναφορικά με τη στρατηγική της κυβέρνησης πριν από την έλευση του κορονοϊού ο κ. Μητσοτάκης τόνισε ότι ήταν απολύτως σαφές πως ο ιός θα έφθανε και στη χώρα μας καθώς και ότι έπρεπε να διαχειριστούμε την ιδιαιτερότητα των περιορισμένων κρεβατιών σε Εντατικές. «Μία κληρονομιά όχι μόνο της προηγούμενης κυβέρνησης -θα έλεγα- αλλά της κρίσης συνολικά. Κι έναν ηλικιωμένο πληθυσμό. Κατά συνέπεια, η απόφαση ήταν εάν θα κάναμε το lockdown αργά ή γρήγορα. Ήταν αυτονόητο ότι έπρεπε να το κάνουμε γρήγορα, ήταν τελείως προφανές σε εμένα, γιατί θα γινόταν το lockdown, όπως έγινε τελικά σε όλες τις χώρες». Πρόσθεσε επίσης πως θεωρεί ότι «οι χώρες οι οποίες έδρασαν γρήγορα και αποτελεσματικά, και είχαν τελικά λίγα κρούσματα, θα είναι και χώρες οι οποίες θα ανακάμψουν πιο γρήγορα από τις άλλες».
Για τις προκλήσεις της διακυβέρνησης, την αντιμετώπιση κρίσεων και την κατάρριψη στερεοτύπων για τους Έλληνες, ο πρωθυπουργός επισήμανε πως «ήταν μεγάλη δοκιμασία για όλους μας, όχι μόνο για την κυβέρνηση, η οποία έπρεπε να πάρει πολύ δύσκολες αποφάσεις σε σύντομο χρονικό διάστημα. Αλλά έπρεπε τις αποφάσεις αυτές, να τις επικοινωνήσει κιόλας. Μίλησα από την πρώτη στιγμή για τη δημοκρατία της πειθούς. Προφανώς και πήραμε μέτρα, αλλά τα μέτρα αυτά δεν ήταν κατασταλτικού χαρακτήρα. Τα πρόστιμα τα οποία κόπηκαν για την παραβίαση του lockdown ήταν πολύ λίγα σε σχέση με την απόλυτη συμμόρφωση μιας κοινωνίας, η οποία με τη βούλησή της και συνειδητά υπέταξε τον “κακώς εννοούμενο ατομικό εγωισμό” των Ελλήνων στο συλλογικό καλό. Και αυτό ήταν μια πολύ μεγάλη κατάκτηση για τη χώρα, μια πολύ μεγάλη προίκα για την επόμενη μέρα. Διαψεύστηκαν πολλά στερεότυπα πάνω σε αυτήν την κρίση».
Όσον αφορά τις προετοιμασίες για τυχόν δεύτερο κύμα του κορονοϊού και για το ενδεχόμενο η Ελλάδα να είναι τυχερή σε σχέση με άλλες χώρες, όσον αφορά τη σοβαρότητα της πανδημίας ο πρωθυπουργός απάντησε: «Δεν θα επένδυα στην τύχη. Και σίγουρα δεν θα άφηνα, σε καμία περίπτωση, τη χώρα απροετοίμαστη για το σοβαρότατο ενδεχόμενο, τη μεγάλη πιθανότητα, να επιστρέψει ο κορονοϊός με κάποιο τρόπο το φθινόπωρο ή τον χειμώνα. Θα είμαστε, όμως, πιο έτοιμοι».
Αναφέρθηκε όμως και στην «πρωτοφανή κινητοποίηση της επιστημονικής κοινότητας» καθώς και στο ότι «έχουν επενδυθεί δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ, δολάρια και τα πιο λαμπρά μυαλά δουλεύουν για να βρουν φάρμακα και εμβόλια». Και τόνισε: «Θέλω εδώ να τονίσω -και έχει νομίζω τη σημασία του- ότι έχουμε εξαιρετικά διακεκριμένους Έλληνες και Ελληνοαμερικανούς στον τομέα της βιοτεχνολογίας στην Αμερική, σε πάρα πολύ σημαντικές εταιρείες. Έχω επικοινωνήσει σχεδόν με όλους. Είναι μεγάλη προίκα για τη χώρα το γεγονός ότι έχουμε πρόσβαση σε αυτήν την πληροφορία και μπορεί αύριο να χρειαστεί να έχουμε πρόσβαση σε φάρμακα ή και σε εμβόλια».
Είπε ακόμη ότι η κοινωνία είναι πιο έτοιμη. «Οι κοινωνικές αποστάσεις, τα μέτρα προστασίας, μας έχουν γίνει δεύτερη συνήθεια. Δεν χρειάζεται να φοράμε όλοι μάσκες αλλά έχω δει πολλές μελέτες ότι αν αρκετοί φοράμε μάσκες αυτό μπορεί να εμποδίσει, παραδείγματος χάρη, τη διάδοση του ιού στα μέσα μαζικής μεταφοράς. Άρα, είμαστε όλοι πιο υποψιασμένοι, έχουμε αλλάξει τις συμπεριφορές μας» επισήμανε.
Στη συνέχεια αναφέρθηκε και στο γεγονός ότι τα συστήματα υγείας μας είναι πιο έτοιμα, «θα έχουμε και τον Οκτώβριο πολλά περισσότερα κρεβάτια Εντατικής από ό,τι είχαμε τον Μάρτιο», όπως και στο ότι «θα είμαστε πιο έξυπνοι στα τεστ και στην ιχνηλάτηση» οπότε «ελπίζουμε ότι και να χτυπήσει ο ιός δεν θα χρειάζεται να παίρνουμε οριζόντια μέτρα. Θα μπορούμε να κλείνουμε ένα σχολείο -ο μη γένοιτο αν πάει σε ένα σχολείο- ένα οικοδομικό τετράγωνο, έστω μία πόλη, αλλά όχι κατ’ ανάγκη οριζόντια μέτρα. Θα μπορούμε να είμαστε πιο έξυπνοι στα μέτρα τα οποία παίρνουμε».
Ο πρωθυπουργός υπογράμμισε όμως στη θετική εξέλιξη της σωστής διαχείρισης της κρίσης το ρόλο που έπαιξε το γεγονός ότι δόθηκε από την αρχή ο λόγος στους ειδικούς και οικοδομήθηκε σχέση εμπιστοσύνης με τους πολίτες.
«Σε πολλές άλλες χώρες οι ίδιοι οι πολιτικοί, Πρόεδροι, πρωθυπουργοί, έκαναν αυτοί καθημερινές ενημερώσεις. Εγώ έκανα πολλά διαγγέλματα, αλλά δεν μιλούσα κάθε μέρα. Δεν εξηγούσα κάθε μέρα το τι γίνεται. Δεν έμπαινα σε χωράφια άλλων. Αυτά είναι τα χωράφια των ειδικών και των επιστημόνων. Και με μεγάλη χαρά διαπίστωσα, ότι μετά από δέκα χρόνια λαϊκισμού, όπου ξέρετε πόσο λοιδορήθηκαν οι ειδικοί, οι τεχνοκράτες, οι γνώστες του αντικειμένου τους, ότι η ελληνική κοινωνία εμπιστεύθηκε πάλι αυτούς οι οποίοι ξέρουν, που έχουν σπουδάσει πολύ, που έχουν περγαμηνές ακαδημαϊκές που μιλάνε με ένα μείγμα, και αυτό θέλω να το πιστώσω πραγματικά στον κ. Τσιόδρα, ο οποίος μιλάει με ένα μείγμα απόλυτης τεχνοκρατικής επάρκειας αλλά και συναισθηματικής ενσυναίσθησης».
Υπογράμμισε επίσης πως «πιστεύει πάρα πολύ στην έννοια της εμπιστοσύνης. Όλες οι χώρες που έχουν ισχυρούς θεσμούς, όχι μόνο τυπικούς αλλά και άτυπους, στηρίζονται στην έννοια της εμπιστοσύνης. Και οι ισχυροί θεσμοί συνδέονται με την ευημερία. Άρα, αυτή η εμπιστοσύνη στο κράτος, στον συμπολίτη μας, ότι θα κάνουμε όλοι το σωστό και δεν θα υπάρχουν κάποιοι οι οποίοι θα φροντίσουν να εξαπατήσουν το κράτος και να επιβραβεύονται για τη συμπεριφορά τους, όλα αυτά είναι πάρα-πάρα πολύ σημαντικά, μας προέκυψαν μέσα από την κρίση. Ας τα κρατήσουμε, ας κρατήσουμε την καλή πλευρά».
Ο πρωθυπουργός τόνισε τη σημασία της γρήγορης λήψης μέτρων στην Ελλάδα και μίλησε επίσης για τις αλλαγές που επιφέρει η πανδημία στην εργασία, την αντιστροφή του brain drain και την εικόνα των Ελλήνων για το κράτος. Και προσέθεσε:
«Η εξέλιξη περνάει μέσα από την προσαρμοστικότητα. Η προσαρμοστικότητα και στην ίδια τη φύση είναι ο τρόπος με τον οποίον προχωράμε και αλλάζουμε. Και κοινωνίες οι οποίες δείχνουν προσαρμοστικότητα είναι αυτές που τελικά θα μπορέσουν να προχωρήσουν και να ενσωματώσουν τις αλλαγές τις οποίες πρέπει να κάνουν. Βεβαίως και πρέπει να αλλάξουμε. Και αλλάζουμε ήδη. Και αυτές οι αλλαγές, που πολλές είναι αλλαγές προς το καλύτερο, είναι ένα μεγάλο κεκτημένο για τη χώρα».