Το κάπνισμα και το άτμισμα με οποιαδήποτε μορφή -παραδοσιακό ή ηλεκτρονικό τσιγάρο ή ναργιλές – επιβαρύνει τις αρτηρίες, προκαλεί φλεγμονή και επιφέρει βλάβες στο DNA, οδηγώντας σε διάφορα προβλήματα υγείας και αυξημένο κίνδυνο πρόωρου θανάτου, σύμφωνα με μια νέα ευρωπαϊκή έρευνα.
Επιπλέον, σύμφωνα με τη μελέτη, την πρώτη στον κόσμο που συνέκρινε τσιγάρα, ηλεκτρονικά τσιγάρα και ναργιλέδες, σε οποιαδήποτε περίπτωση μπορεί να αυξηθεί ο κίνδυνος για λοίμωξη από Covid-19 με σοβαρότερα συμπτώματα και να χρειαστεί εισαγωγή σε μονάδα εντατικής θεραπείας νοσοκομείου.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον Γερμανό καθηγητή Τόμας Μέντσελ του Τμήματος Καρδιολογίας του Ιατρικού Κέντρου του Πανεπιστημίου του Μάιντς, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό “European Heart Journal” της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Καρδιολογίας, αξιολόγησαν πολλές δημοσιευμένες μελέτες. Ένα πρώτο γενικό συμπέρασμα είναι ότι το παραδοσιακό τσιγάρο είναι σχετικά πιο επικίνδυνο από το ηλεκτρονικό και από το ναργιλέ, χωρίς όμως οι τελευταίοι να είναι ασφαλείς για τη υγεία.
Σε σχέση με τους μη καπνιστές, το παραδοσιακό τσιγάρο αυξάνει κατά 704% τον κίνδυνο χρόνιας αποφρακτικής πνευμονοπάθειας (ΧΑΠ), ο ναργιλές κατά 218% και το ηλεκτρονικό τσιγάρο κατά 194%. Ο κίνδυνος καρκίνου των πνευμόνων αυξάνεται κατά 1210% λόγω του τσιγάρου και κατά 122% λόγω του ναργιλέ. Επίσης, σε σχέση με τους μη καπνιστές, το τσιγάρο αυξάνει την αρτηριοσκλήρυνση κατά 10%, ο ναργιλές κατά 9% και το ηλεκτρονικό τσιγάρο κατά 7%.
«Το κάπνισμα ναργιλέ δεν μπορεί να θεωρηθεί μια υγιής εναλλακτική λύση», τόνισαν οι επιστήμονες. Μεταξύ άλλων, όπως είπαν, ο καπνός του ναργιλέ περιέχει μικροσκοπικά σωματίδια που προέρχονται από την καύση του κάρβουνου, το οποίο χρησιμοποιείται για την καύση του καπνού. Επιπλέον, και τα τρία είδη (τσιγάρο, ηλεκτρονικό τσιγάρο, ναργιλές) περιέχουν εθιστική νικοτίνη.
Λιγότεροι αλλά με σοβαρότερη νόσο Covid-19 οι καπνιστές που καταλήγουν στο νοσοκομείο
Το ποσοστό των νοσηλευομένων καπνιστών ασθενών με Covid-19 είναι τρεις έως τέσσερις φορές χαμηλότερο από το ποσοστό των καπνιστών στο γενικό πληθυσμό. Από την άλλη, οι λίγοι καπνιστές που καταλήγουν στο νοσοκομείο, έχουν 53% έως 59% μεγαλύτερη πιθανότητα να έχουν σοβαρή νόσο Covid-19 και κακή έκβαση.
Αυτά είναι τα βασικά συμπεράσματα μιας νέας μελέτης που δημοσιεύθηκε στο διεθνές ιατρικό περιοδικό “Therapeutic Advances in Chronic Disease” και η οποία πραγματοποιήθηκε από ερευνητές από το Τμήμα Φαρμακευτικής του Πανεπιστημίου Πατρών, το Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής, το ιταλικό Πανεπιστήμιο της Κατάνια και το Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, με επικεφαλής τον δρα Κωνσταντίνο Φαρσαλινό.
Έγινε αξιολόγηση 30 μελετών για τη σχέση μεταξύ καπνίσματος και Covid-19. Πρόκειται για την μεγαλύτερη μέχρι σήμερα μετα-ανάλυση σχετικά με το συγκεκριμένο θέμα, η οποία αφορούσε συνολικά 11.104 ασθενείς, από τους οποίους 961 ήσαν καπνιστές.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, είναι εξαιρετικά χαμηλός ο αριθμός των καπνιστών ασθενών με Covid-19 που καταλήγουν στο νοσοκομείο. Τα ευρήματα της μελέτης, όπως αναφέρουν, δείχνουν ότι ο αυξημένος κίνδυνος για σοβαρές ασθένειες και δυσμενείς συνέπειες περιορίζεται στους λίγους καπνιστές που χρήζουν νοσοκομειακής φροντίδας και όχι στον γενικό πληθυσμό των καπνιστών.
Οι ερευνητές δηλώνουν σαφώς ότι «οι καπνιστές θα πρέπει να διακόψουν το κάπνισμα. Ωστόσο, ο πολύ χαμηλός αριθμός καπνιστών που νοσηλεύονται για Covid-19, φέρνει στο προσκήνιο για άλλη μια φορά την υπόθεση ότι η φαρμακευτική νικοτίνη έχει πιθανές ευεργετικές επιδράσεις στη νόσο Covid-19, μια υπόθεση που παρουσιάστηκε πρόσφατα σε επιστημονικές δημοσιεύσεις και που πρέπει να διερευνηθεί περαιτέρω».
Μάλιστα, όπως επισημαίνουν, «τα ευρήματα της μελέτης ίσως θα μπορούσαν να εξηγηθούν, τουλάχιστον εν μέρει, από το γεγονός ότι αμέσως μετά την είσοδο των καπνιστών στο νοσοκομείο διακόπτεται η πρόσληψη νικοτίνης και δεν υποκαθίσταται με φαρμακευτικά σκευάσματα, με αποτέλεσμα να στερούνται των πιθανών ευεργετικών δράσεων της νικοτίνης».
Το θέμα απασχολεί έντονα την ερευνητική ομάδα στο Εργαστήριο Μοριακής Βιολογίας και Ανοσολογίας του Τμήματος Φαρμακευτικής στο Πανεπιστήμιο Πατρών. Όπως δήλωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο επικεφαλής του Εργαστηρίου, αναπληρωτής καθηγητής Κωνσταντίνος Πουλάς, «η ομάδα μας από τις αρχές Μαρτίου διαπίστωσε ότι στην Κίνα οι καπνιστές υποεκπροσωπούνταν στους νοσηλευόμενους από Covid-19, αλλά από τη στιγμή που αυτοί -οι αισθητά λιγότεροι- νοσηλευθούν, πεθαίνουν γρήγορα. Αυτό συνεχίσαμε να το παρατηρούμε σε περισσότερες σειρές ασθενών, όχι μόνο από την Κίνα αλλά και από άλλες Δυτικές χώρες. Από αυτό προέκυψε μια δημοσίευση μας σε περιοδικό με κριτές, όπου γίνεται αναφορά σε ενδεχόμενο ρόλο της νικοτίνης στη νόσο».
Ακολούθως οι Έλληνες ερευνητές εξέφρασαν την άποψη ότι η Covid-19 είναι νόσος του νικοτινικού χολινεργικού συστήματος, κάνοντας σχετική δημοσίευση στα τέλη Απριλίου. Παράλληλα, σύμφωνα με τον κ.Πουλά, «ο γνωστός Γάλλος νευροεπιστήμονας J.P. Changeux διατύπωσε μια αντίστοιχη θεωρία, ακολουθώντας τα δικά μας βήματα».
Όπως λέει ο Έλληνας επιστήμονας, «στις 19 Απριλίου οι Γάλλοι αντέγραψαν την μεθοδολογία μας στις μελέτες από την Κίνα, που παρουσιάσαμε ήδη από το Μάρτιο, και την εφάρμοσαν σε ένα μικρό δείγμα ασθενών στη Γαλλία. Παρουσίασαν έτσι ως δική τους θεωρία την πιθανή προστατευτική δράση της νικοτίνης, όταν εμείς στο ίδιο site παρουσιάσαμε την υπόθεση στις 3 Απριλίου ξεκάθαρα».
Σύμφωνα με τον κ.Πουλά, «επειδή ο καπνιστής λαμβάνει νικοτίνη και όχι επειδή καπνίζει, ο κορονοϊός δεν μπορεί να τον “χτυπήσει” με την τοξική ακολουθία του. Όταν κάποιος καπνιστής ωστόσο νοσηλευθεί, το πρώτο που γίνεται, είναι να του κόβουν το κάπνισμα -πολύ σωστά βέβαια- αλλά δεν του αντικαθιστούν την νικοτίνη με ένα φαρμακευτικό σκεύασμα, όπως ενδεχομένως οφείλουν. Οι θέσεις στους κυτταρικούς υποδοχείς του “αδειάζουν” ταχύτατα και ο ιός βρίσκει την ευκαιρία να δηλητηριάσει τους ανοιχτούς πλέον υποδοχείς. Δεδομένης βέβαια και της κατάστασης ενός καπνιστή, ο θάνατος επέρχεται ευκολότερα».
Η ελληνική έρευνα συνεχίζεται και οι Έλληνες ερευνητές θεωρούν ότι η σημασία της νικοτίνης πρέπει να ληφθεί υπόψη στα εμβόλια ή στα υπό ανάπτυξη μονοκλωνικά αντισώματα, αλλιώς, κατά τη γνώμη του κ.Πουλά, «τα αποτελέσματα θα είναι φτωχά».