Τα ξένα χρηματιστήρια υποχωρούν σήμερα Δευτέρα, με τις ευρωπαϊκές μετοχές να πέφτουν περισσότερο, καθώς οι επενδυτές ανησυχούν για αυστηρότερους περιορισμούς και μέτρα περιορισμού του κορονοϊού ενώ μια έκθεση περιγράφει ύποπτες συναλλαγές σε διεθνείς τράπεζες.
Τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης (futures) του δείκτη S&P 500 υποχωρούν κατά 1,96%, δείχνοντας ότι οι μετοχές των ΗΠΑ είναι έτοιμες να επεκτείνουν τις απώλειες τριών εβδομάδων. Οι πολιτικές εντάσεις κάνουν επίσης τους επενδυτές νευρικούς καθώς οι Ρεπουμπλικάνοι και οι Δημοκρατικοί ετοιμάζονται να μονομαχήσουν για το ποιος θα ηγηθεί στο Ανώτατο Δικαστήριο. Το δολάριο ενισχύθηκε.
«Υπάρχουν πάρα πολλές προσδοκίες για την οικονομική ανθεκτικότητα των ΗΠΑ», δήλωσε ο Fabrizio Fiorini, διευθύνων σύμβουλος της Pramerica SGR SpA. «Θα έρθουν ακόμη περισσότερες πωλήσεις. Ο εκλογικός κίνδυνος είναι υποτιμημένος” ανέφερε.
Τα Ευρωπαϊκά χρηματιστήρια εμφανίζουν απώλειες μεγαλύτερες του 3% στις 15:44 το μεσημέρι της Δευτέρας 21 Σεπτεμβρίου 2020, με τον γερμανικό DAX στο -3,36%, τον Βρετανικό FTSE 100 στο -3,16% και τον γαλλικό CAC 40 στο 3,15. Στην Αθήνα ο ΓΔ διαπραγματεύεται με πτώση 4% στις 631,98 μονάδες.
Οι μετοχές της HSBC στο Χονγκ Κονγκ και της Standard Chartered στο Λονδίνο κατέγραψαν σήμερα βουτιά στο χαμηλότερο επίπεδο τουλάχιστον από το 1998 ύστερα από δημοσιεύματα σύμφωνα με τα οποία οι ίδιες και άλλες τράπεζες διακίνησαν μεγάλα ποσά που φέρονται να είναι παράνομα κεφάλαια για περίπου δύο δεκαετίες παρά τις προειδοποιήσεις για την προέλευση των χρημάτων.
Τα δημοσιεύματα στο BuzzFeed και άλλα μέσα ενημέρωσης βασίστηκαν σε «αναφορές ύποπτης δραστηριότητας» (SAR) που συντάχθηκαν από τράπεζες και άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα προς το Δίκτυο Καταπολέμησης Οικονομικού Εγκλήματος του αμερικανικού υπουργείου Οικονομικών, το FinCen. Οι αποκαλύψεις αποτυπώνουν τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι ρυθμιστικοί και χρηματοπιστωτικοί φορείς στην προσπάθειά τους να σταματήσουν τη ροή του βρώμικου χρήματος παρά τα δισεκατομμύρια δολάρια επενδύσεων και προστίμων που έχουν επιβληθεί σε τράπεζες την περασμένη δεκαετία.
Η μετοχή της HSBC στο Λονδίνο υποχώρησε έως και 5% στις 288 πένες, το χαμηλότερο ενδοσυνεδριακό επίπεδο από το 2009, αφού οι μετοχές της τράπεζας στο Χονγκ Κονγκ άγγιξαν το χαμηλότερο επίπεδό τους εδώ και 25 χρόνια.
Η μετοχή της StanChart σημείωσε πτώση έως 4,6% στο Λονδίνο στο χαμηλότερο επίπεδο από το 1998, με φόντο το ευρύτερο ξεπούλημα στην αγορά, με τον ευρωπαϊκό τραπεζικό δείκτη STOXX να υποχωρεί κατά 4,8%.
Πάνω από 2.100 αναφορές SAR, οι οποίες από μόνες τους δεν αποτελούν απαραίτητα αποδεικτικό στοιχείο κάποιας παρατυπίας, βρέθηκαν στην κατοχή του BuzzFeed News και διαμοιράστηκαν με τη Διεθνή Κοινοπραξία Ερευνητικών Δημοσιογράφων (ICIJ) και άλλους οργανισμούς μέσων ενημέρωσης.
Σε ανακοίνωση προς το Reuters χθες, η HSBC ανέφερε ότι «όλες οι πληροφορίες που παρέχονται από το ICIJ είναι του παρελθόντος». Η τράπεζα ανέφερε ότι από το 2012 έχει ξεκινήσει μια «πολυετή διαδρομή για να αναδιαρθρώσει την ικανότητά της να καταπολεμά το οικονομικό έγκλημα». Η StanChart ανέφερε σε ανακοίνωση ότι λαμβάνει «την ευθύνη την στην καταπολέμηση του οικονομικού εγκλήματος εξαιρετικά σοβαρά και έχουμε επενδύσει σημαντικά στα προγράμματα συμμόρφωσής μας». Η Barclays ανέφερε πως πιστεύει ότι έχει συμμορφωθεί με «όλες τις νομικές και ρυθμιστικές της υποχρεώσεις, συμπεριλαμβανομένων αυτών που σχετίζονται με τις αμερικανικές κυρώσεις».
Ο μεγαλύτερος αριθμός των αναφορών SAR από αυτές που έγιναν γνωστές σχετίζεται με τη Deutsche Bank, της οποίες οι μετοχές υποχώρησαν κατά 5,2% σήμερα. Σε χθεσινή της ανακοίνωση, η Deutsche Bank ανέφερε ότι η ICIJ «αναφέρθηκε σε μια σειρά παρελθόντων ζητημάτων».
«Έχουμε αφιερώσει σημαντικούς πόρους στο να ενδυναμώσουμε τους ελέγχους μας και είμαστε εστιασμένοι στο να τηρούμε τις ευθύνες και τις υποχρεώσεις μας», ανέφερε εκπρόσωπος της τράπεζας.
Η HSBC και η StanChart –που εδρεύουν στο Λονδίνο– έχουν, μεταξύ άλλων παγκόσμιων τραπεζών, καταβάλει δισεκατομμύρια δολάρια σε πρόστιμα τα τελευταία χρόνια για παραβίαση των αμερικανικών κυρώσεων στον Ιράν και των κανόνων ενάντια στο ξέπλυμα χρήματος.
Τα αρχεία περιελάμβαναν πληροφορίες για συναλλαγές αξίας άνω των 2 τρισεκ. δολαρίων μεταξύ του 1999 κκαι του 2017, οι οποίες χαρακτηρίστηκαν ύποπτες από τα τμήματα των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που είναι αρμόδια για την εσωτερική συμμόρφωση.
Το ICIJ ανέφερε ότι τα έγγραφα που διέρρευσαν είναι ένα μικρό μόνο κομμάτι από τις αναφορές που κατατέθηκαν στο FinCEN. Η HSBC και η StanChart ήταν μεταξύ των πέντε τραπεζών που εμφανίζονται πιο συχνά στα έγγραφα, ανέφερε το ICIJ.
Οι αναφορές SAR έδειξαν ότι οι τράπεζες συχνά διακινούσαν κεφάλαια για εταιρίες που ήταν καταχωρημένες σε εξωχώριους παραδείσους, όπως οι Βρετανικοί Παρθένοι Νήσοι, και δεν γνώριζαν τον τελικό δικαιούχο του λογαριασμού, ανέφερε το δημοσίευμα. Το προσωπικό μεγάλων τραπεζών συχνά κατέφευγε σε αναζητήσεις μέσω της Google για να ανακαλύψει ποιος είναι πίσω από μεγάλες συναλλαγές, σύμφωνα με το δημοσίευμα. Σε κάποιες περιπτώσεις οι τράπεζες συνέχιζαν να διακινούν παράνομα κεφάλαια, παρόλο που Αμερικανοί αξιωματούχοι τις είχαν προειδοποιήσει ότι μπορεί να βρεθούν αντιμέτωπες με ποινικές διώξεις εάν συνεχίσουν τις συναλλαγές με εγκληματίες ή διεφθαρμένα καθεστώτα, ανέφερε το δημοσίευμα.