Σε 15ετή κάθειρξη καταδικάστηκε ο νεαρός ψυκτικός που σκότωσε με σφυρί την 63χρονη πελάτισσά του στην Καλαμαριά, πέρσι τον Ιούνιο, όταν ξέσπασε καβγάς για τη συντήρηση του κλιματιστικού της. Το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Θεσσαλονίκης τον έκρινε ομόφωνα ένοχο για τη δολοφονία, αναγνωρίζοντάς του το ελαφρυντικό του «σύννομου βίου», ενώ αποφάσισε να επιστρέψει στη φυλακή για την έκτιση της ποινής. Προηγουμένως ο εισαγγελέας είχε ζητήσει την ενοχή του απορρίπτοντας τους ισχυρισμούς της υπεράσπισης για αναγνώριση μειωμένου καταλογισμού ή της ελαφρυντικής περίστασης του βρασμού ψυχικής ορμής.
Στην απολογία του ο 31 ετών δράστης είπε ότι θύμωσε όταν η 63χρονη έβρισε τη μητέρα του, επειδή προηγουμένως εκείνος αρνήθηκε να προβεί σε πρόσθετες εργασίες στο κλιματιστικό.
Ο 31 ετών κατηγορούμενος ξεκίνησε την απολογία του ζητώντας μια «τεράστια συγγνώμη» από την οικογένεια του θύματος και τη δική του και ακολούθως περιέγραψε τα όσα συνέβησαν στις 12 Ιουνίου του 2019 στο διαμέρισμα της 63χρονης. «Πήγα, έκανα κανονικά τη συντήρηση. Παρατήρησα στην εξωτερική μονάδα ότι το σπιράλ είχε ξεραθεί και έσταζε πάνω στο μάρμαρο. Με πλήρωσε κι έκανα να φύγω. Μου ζήτησε να το αλλάξω εκείνη την ώρα, αλλά της είπα ότι θα πρέπει να το κάνουμε άλλη μέρα. Δεν είχα και το ανταλλακτικό μαζί», είπε.
Σύμφωνα με όσα απολογήθηκε, στη συνέχεια η 63χρονη «άρχισε να με βρίζει και να με απειλεί ότι θα με διώξει από τη δουλειά». «Με τράβηξε από την τσάντα και με χαστούκισε», είπε και πρόσθεσε: «Την απώθησα με το σκαλάκι δύο φορές, εκείνη έκανε να με τραβήξει από την μπλούζα και την απώθησα με τον αγκώνα».
Σύμφωνα με όσα υποστήριξε, όταν η 63χρονη έβρισε τη μητέρα του εκείνος θύμωσε, άρπαξε το σφυρί από την εργαλειοθήκη και τη χτύπησε στο κεφάλι. «Την εικόνα με το σφυρί δεν τη θυμάμαι. Με θύμωσε αυτό που είπε για την μάνα μου. Είχα παγώσει, δεν ήξερα ότι την χτύπησα», ανέφερε, ενώ συμπλήρωσε την απολογία του λέγοντας ότι μετά πήγε στο αυτοκίνητο και προσπαθούσε να καταλάβει τι είχε γίνει: «Είδα ότι το σφυρί είχε αίματα και το πέταξα έξω από τον κάδο. Δεν μπορούσα να καταλάβω. Πήγα στα επόμενα ραντεβού και ήμουν σαν “ζόμπι”».