Ο Μπέρνι Μάντοφ (Bernard Madoff), αυτουργός της μεγαλύτερης χρηματιστηριακής απάτης στην ιστορία, ύψους πολλών δεκάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων, πέθανε σε ηλικία 82 ετών, στο σωφρονιστικό ίδρυμα της Βόρειας Καρολίνας όπου εξέτιε ποινή κάθειρξης 150 ετών, έγινε γνωστό από τις σωφρονιστικές αρχές.
Η απάτη με τη μορφή πυραμίδας- «σύστημα Πόνζι» (Ponzi scheme), που διέπραξε ο Μάντοφ, ο οποίος για δεκαετίες εμφανιζόταν ως μια επιτυχημένη και άξια εμπιστοσύνης επιφανής προσωπικότητα του χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης, αποκαλύφθηκε τον Δεκέμβριο του 2008. Στο πλαίσιο αυτής, ο Μάντοφ αντλούσε χρήματα από τις καταθέσεις των νέων πελατών του για να ανταμείβει ή να αποζημιώνει τους παλαιότερους επενδυτές του.
Όπως ο Charles Ponzi, του οποίου η απάτη το 1920 κέρδισε μια θέση στα χρονικά του εγκλήματος, ο Madoff φάνηκε να προσφέρει εκπληκτικές αποδόσεις στους πελάτες του, όταν στην πραγματικότητα πληρώνει τους υπάρχοντες επενδυτές με χρήματα από νέους.
Σε αντίθεση με τον Ponzi, ο οποίος ανέβηκε και έπεσε κατά τη διάρκεια ενός έτους, ο Madoff πέτυχε ένα επίπεδο σεβασμού και αναγνώρισης μεταξύ των επαγγελματιών του χρηματοοικονομικού τομέα – ήταν πρόεδρος του Χρηματιστηρίου Nasdaq το 1990, 1991 και 1993 – και συνέχισε την απάτη του τουλάχιστον 15 χρόνια, ακόμη και υπό το βλέμμα των ρυθμιστικών αρχών που επισκέφτηκαν το γραφείο του για να ελέγξουν τα αρχεία του.
Μια εκπρόσωπος Τύπου της φυλακής του Μπάτνερ δήλωσε πως ο θάνατος του Μάντοφ πιστεύεται πως οφείλεται σε φυσικά αίτια.
Το 2020, ο Μπέρνι Μάντοφ είχε ζητήσει την πρόωρη αποφυλάκισή του για ιατρικούς λόγους, ένα αίτημα που απορρίφθηκε τον Ιούνιο. Εκείνος ισχυριζόταν πως βρισκόταν στο τελικό στάδιο μιας ασθένειας στα νεφρά και είχε μόλις 18 μήνες ζωής.
Προερχόμενος από μια μεσαίου εισοδήματος εβραϊκή οικογένεια στη συνοικία Κουίνς της Νέας Υόρκης, ο Μπέρναρντ Μάντοφ ίδρυσε μια χρηματιστηριακή εταιρεία, ενώ φοιτούσε ακόμη στο πανεπιστήμιο, στα τέλη της δεκαετίας του 1950.
Ενσάρκωνε τη νέα γενιά χρηματιστών, πιο σύγχρονων, που επωφελούνταν από την ανάπτυξη του τομέα της πληροφορικής.
Έχοντας αναδειχθεί σε κεντρικό πρόσωπο της Γουόλ Στριτ, προσέφερε, πέραν των υπηρεσιών του χρηματιστή (αγορά και πώληση τίτλων για λογαριασμό των πελατών), ένα επενδυτικό όχημα, που έγινε γρήγορα επιτυχία.
Ένας ολοένα και μεγαλύτερος αριθμός θεσμικών επενδυτών, όπως επίσης εύπορων ιδιωτών, του εμπιστεύτηκαν δισεκατομμύρια δολάρια για να διαχειριστεί, έχοντας γοητευτεί από την υπόσχεση υψηλών και σταθερών αποδόσεων, σε ένα οικονομικό σύμπαν εξ ορισμού απρόβλεπτο.
Τα ποσά που αξίωναν οι επενδυτές, οι οποίοι προσέφυγαν στη δικαιοσύνη μετά το ξέσπασμα του σκανδάλου, ξεπερνούσαν τα 17 δισεκατομμύρια δολάρια. Μεταξύ των χιλιάδων θυμάτων του Μάντοφ ήταν οι ηθοποιοί Κέβιν Μπέικον, Κίρα Σέντγουικ και Τζον Μάλκοβιτς όπως και δύο από τις πλουσιότερες γυναίκες στην Ευρώπη, η Αλιθία Κοπλόβιτς (Alicia Koplowitz) και η Λιλιάν Μπετανκούρ (Liliane Bettencourt) της L’Oréal.
«Ο Μπέρνι, έως τον θάνατό του, ζούσε με τύψεις για τα εγκλήματά του», δήλωσε ο δικηγόρος του Μάντοφ Μπράντον Σαμπλ σε μια ανακοίνωση.