Σε θετικό κλίμα πραγματοποιήθηκε η συνάντηση του πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη και του Τούρκου Προέδρου, Ταγίπ Ρετζέπ Ερντογάν, που ολοκληρώθηκε πριν από λίγα λεπτά και διήρκεσε μία ώρα. Κυβερνητικές πηγές μεταδίδουν πως ο πάγος έσπασε και οι δύο άνδρες συμφώνησαν να αφήσουν πίσω τους την ένταση του 2020, παρά τις πολύ σημαντικές διαφορές, που υπάρχουν.
«Η συνάντηση ανάμεσα στον Κυριάκο Μητσοτάκη και τον Ταγίπ Ερντογάν αποτέλεσε ένα βήμα προς ένα πιο ήσυχο καλοκαίρι», τόνισαν κυβερνητικές πηγές αμέσως μετά το τετ α τετ των δύο ηγετών, που διήρκεσε 50 λεπτά. Σύμφωνα με τα ίδια πρόσωπα, η συνάντηση πραγματοποιήθηκε «σε καλό κλίμα και υπήρξε μία συμφωνία αμοιβαίας κατανόησης ότι η ένταση του 2020 δεν μπορεί να επαναληφθεί, ως εκ τούτου, θα πρέπει να γίνει μία προσπάθεια να αποφευχθούν οι προκλήσεις, που ενδέχεται να οδηγήσουν σε δύσκολα διαχειρίσιμες καταστάσεις».
Διευκρινίστηκε, δε, ότι «εξακολουθούν να υπάρχουν πολύ μεγάλες διαφορές σε μία σειρά ζητημάτων με κυριότερο αυτό της οριοθέτησης των θαλάσσιων ζωνών στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, όμως αυτές θα πρέπει να αντιμετωπιστούν στο πλαίσιο του Διεθνούς Δικαίου και στο πλαίσιο συζητήσεων, όπως οι διερευνητικές επαφές, τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης και οι πολιτικές διαβουλεύσεις, ως το πλαίσιο συνεννόησης, που μπορεί να οδηγήσει στην εκτόνωση της έντασης».
Κυβερνητικές πηγές τονίζουν πως η συζήτηση των δύο ηγετών περιστράφηκε και γύρω από το προσφυγικό- μεταναστευτικό. «Σταθερή θέση μας είναι πως μπορούμε να συνεργαστούμε με την Τουρκία στο συγκεκριμένο θέμα, αρκεί να αποφεύγονται οι προκλήσεις, όπως αυτές, που βιώσαμε τον Μάρτιο του 2020». Μάλιστα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης κατέστησε σαφές, όπως σημειώνουν οι ίδιες πηγές, ότι θα ήταν μία κίνηση καλής θέλησης, να δεχθεί η Τουρκία να πάρει πίσω τους 1.450, των οποίων η αίτηση ασύλου έχει απορριφθεί τελεσίδικα.
Επιπλέον, ο κ. Μητσοτάκης τάχθηκε υπέρ της προώθησης της θετικής ατζέντας, όπως αυτή έχει αποτυπωθεί στη συμφωνία ανάμεσα στους δύο αρμόδιους υφυπουργούς.
Τέλος, σημειώνεται πως μετά το αίτημα Ερντογάν να αναλάβει χρέη διερμηνέα κατά την διάρκεια της συνάντησης ο προεδρικός σύμβουλος, Ιμπραήμ Καλίν, στο τετ α τετ συμμετείχε από την ελληνική πλευρά και η επικεφαλής του διπλωματικού γραφείου του πρωθυπουργού, Ελένη Σουρανή.
Στις σύνθετες προκλήσεις της σύγχρονης εποχής και ειδικότερα στα διλήμματα ασφαλείας, που θέτουν κρίσεις, όπως η πανδημία του κορονοιού και η κλιματική αλλαγή, αναφέρθηκε νωρίτερα ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης στο μήνυμα του στο συνέδριο ΝΑΤΟ 2030, που διοργανώνει το Brussels Forum. Ο κ. Μητσοτάκης επέμεινε για την ανάγκη η Βορειοατλαντική Συμμαχία να δράσει άμεσα και αποφασιστικά σημειώνοντας χαρακτηριστικά ότι «δεν πρέπει να περιμένουμε το αύριο, να παίζουμε πολιτικά παιχνίδια επιδιώκοντας προσωπικά συμφέροντα. Αντίθετα, πρέπει να αντιμετωπίσουμε τα προβλήματα και να δράσουμε τώρα».
Αναλυτικά, ο Κυριάκος Μητσοτάκης σημείωσε τα εξής:
«Κύριε Γενικέ Γραμματέα, αγαπητοί Πρέσβεις, κυρίες και κύριοι,
Καθώς η Σύνοδος του ΝΑΤΟ πραγματοποιείται στις Βρυξέλλες αυτή την εβδομάδα, η σκέψη μας αναπόφευκτα στρέφεται στο μέλλον. Στη ζωή μετά την πανδημία. Στο πώς θα επιστρέψουμε στα πράγματα όπως ήταν πριν.
Ωστόσο, αν μας δίδαξε κάτι ο περασμένος χρόνος είναι ότι δεν υπάρχει επιστροφή στη ζωή όπως ήταν προ Covid. Αυτό που θα πρέπει να κάνουμε είναι ν ενισχύσουμε τους θεσμούς μας ώστε να διαχειριστούμε καλύτερα τις περίπλοκες προκλήσεις που θα αντιμετωπίσουμε στο μέλλον.
Αν θέλουμε να συνεισφέρουμε στη σταθερότητα, πρέπει να αναλάβουμε δράση τώρα σε θέματα που γνωρίζουμε ότι θα αντιμετωπίσουμε στο μέλλον. Και για να το πετύχουμε αυτό, θα πρέπει να ενισχύσουμε πολυμερείς οργανισμούς όπως το ΝΑΤΟ. Η σταθερότητα είναι άλλωστε το άθροισμα της συλλογικής μας ευθύνης.
Ο δρόμος μπροστά μας θα έχει αναταράξεις. Τεράστιες τεκτονικές αλλαγές βρίσκονται σε εξέλιξη. Ο κόσμος μας αντιμετωπίζει τεράστιες προκλήσεις οι οποίες είναι βαθύτατα διαφορετικές από πολλές προκλήσεις που αντιμετωπίσαμε στο παρελθόν.
Ας πάρουμε για παράδειγμα τον κορονοϊό και την κλιματική αλλαγή. Και τα δύο ενέτειναν τις ανισότητες, όχι μόνο μεταξύ πλούσιων και φτωχών χωρών, αλλά ανάμεσα στην ελίτ και στη μεγάλη πλειοψηφία. Και τα δύο φαινόμενα μπορούν να στρέψουν τον κόσμο προς μονομερείς προσεγγίσεις, απομακρύνοντάς τον από τις πολυμερείς. Αν δεν αντιμετωπιστούν συλλογικά, και τα δύο αυτά φαινόμενα μπορούν να προκαλέσουν τεράστιους γεωπολιτικούς κινδύνους και κινδύνους για την ασφάλεια.
Ήδη βλέπουμε τη γεωπολιτική επίδραση της αύξησης των θερμοκρασιών (στον πλανήτη), κυρίως στη μαζική μετανάστευση. Αν δεν αναλάβουμε δράση σύντομα, τότε η υπερθέρμανση του πλανήτη θα αποτελέσει κίνδυνο για την ασφάλεια και τον τρόπο ζωής μας. Ωστόσο, παραμένει ένα τεράστιο χάσμα ανάμεσα στη ρητορική και τις ενέργειές μας, το οποίο θα πρέπει να γεφυρώσουμε.
Η πανδημία δεν αποτέλεσε έκπληξη για τους επιστήμονες, τους επιδημιολόγους, τους λοιμωξιολόγους. Ωστόσο, εδώ στην Ευρώπη δεν ήμασταν επαρκώς προετοιμασμένοι για τις καταστροφικές συνέπειες που επέφερε ο ιός και χρειάστηκε να βασιστούμε σε μέτρα διαχείρισης της κρίσης αλλά και σε πρωτοφανείς πρωτοβουλίες για την τόνωση της οικονομίας. Δεν γίνεται να επαναλάβουμε αυτό το λάθος. Η σταθερότητα στο μέλλον προϋποθέτει επένδυση στο παρόν. Θα πρέπει να κάνουμε τα αναγκαία βήματα σήμερα για να προετοιμαστούμε για τις κρίσεις που μπορούμε να προβλέψουμε και θα τις φέρει το αύριο.
Και βέβαια, εν μέσω αυτών των προκλήσεων, ηγέτες αυταρχικών καθεστώτων επιδεικνύουν την ισχύ τους, απειλώντας τη σταθερότητα του δικού μας συστήματος που βασίζεται σε κανόνες. Χρησιμοποιούν εξελιγμένα εργαλεία προκειμένου να αποσταθεροποιήσουν, να διχάσουν και να διαταράξουν. Μέσω τρίτων επεκτείνουν τη σύγχυση και το χάος, απειλούν το κράτος δικαίου και επιδιώκουν να υπονομεύσουν τις ανοιχτές και δημοκρατικές κοινωνίες.
Οι αντίπαλοί μας εκμεταλλεύτηκαν τη λαϊκή δυσαρέσκεια και τόνωσαν με επιτυχία συναισθήματα ενάντια στις καθιερωμένες δομές και στους θεσμούς, και στο πλαίσιο αυτό καλλιέργησαν ένα ριζικά διαφορετικό γεωπολιτικό όραμα για το μέλλον. Το αποτέλεσμα είναι ότι κάποια πράγματα που βρίσκονταν κάτω από την επιφάνεια έχουν τώρα αναδυθεί.
Η συνεισφορά στη σταθερότητα σημαίνει ανάληψη δράσης σε αυτά τα ζητήματα αλλά και σε μια σειρά από άλλα. Δεν πρέπει να περιμένουμε το αύριο, να παίζουμε πολιτικά παιχνίδια επιδιώκοντας προσωπικά συμφέροντα. Αντίθετα, πρέπει να αντιμετωπίσουμε τα προβλήματα και να δράσουμε τώρα.
Το ΝΑΤΟ έχει έναν κομβικό ρόλο να διαδραματίσει εδώ. Η δέσμευσή μας να προστατεύσουμε τις κοινές βάσεις του διατλαντικού μας δεσμού, να υπερασπιστούμε τα κοινά συμφέροντά μας επιδεικνύοντας ενότητα και αλληλεγγύη, θα πρέπει τώρα, σήμερα, περισσότερο από ποτέ, να είναι κάτι παραπάνω από λόγια. Ναι, η συλλογική μας ευθύνη να διατηρήσουμε και να ενισχύσουμε την παγκόσμια ειρήνη και σταθερότητα δεν μπορεί και δεν πρέπει να επιτρέψει την ανάδυση νέων διαχωριστικών γραμμών. Θα πρέπει όμως να είμαστε ένας οργανισμός που βασίζεται σε λύσεις, δομώντας αμοιβαία κατανόηση μέσω της συλλογικής δράσης.
Οι κοινωνίες μας θέλουν οι ηγέτες να αναλαμβάνουν δράση. Δεν πρέπει να τους απογοητεύσουμε».