«Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας εκτέλεσε μια στρατηγική ποδηγέτησης των ΜΜΕ, χρησιμοποιώντας το δημόσιο χρήμα ως επιβράβευση για τη δημόσια εξύμνηση αυτής και του πρωθυπουργού προσωπικά και ταυτόχρονα ως μέσο φίμωσης των αντιπολιτευτικών φωνών», αναφέρουν στο πόρισμα τους οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, μέλη της εξεταστικής επιτροπής για τη διερεύνηση της επιχείρησης πολιτικής χειραγώγησης της κοινής γνώμης, ευτελισμό των θεσμών και κατασπατάληση του δημοσίου χρήματος.
Το πόρισμα του ΣΥΡΙΖΑ που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα, σημειώνει, επίσης, ότι «το δημόσιο χρήμα χρησιμοποιήθηκε και για την κατά παραγγελία διενέργεια δημοσκοπήσεων, όπως χαρακτηριστικά αποδείχθηκε στην περίπτωση της δημοσκοπικής εταιρείας Opinion Poll, η οποία διενήργησε δημοσκοπήσεις κατά παράβαση κάθε έννοιας δεοντολογίας, αξιοπιστίας και επιστημονικότητας, με μόνο στόχο την εξυπηρέτηση των πολιτικών στόχων της Κυβέρνησης και του Πρωθυπουργού προσωπικά για τη διαμόρφωση συγκεκριμένων πολιτικών τάσεων και τη χειραγώγηση των πολιτών».
Οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ που κατηγορούν τους συναδέλφους τους βουλευτές της πλειοψηφίας ότι με ευθύνη τους περιορίστηκε καθοριστικά το εύρος των ερευνητικών και εξεταστικών δυνατοτήτων της εξεταστικής επιτροπής αφού και αποκλείστηκαν από τον κατάλογο των μαρτύρων, πρόσωπα που η μαρτυρία τους θα ήταν κρίσιμη, και περιορίστηκε η πρόσβαση σε κρίσιμα αποδεικτικά έγγραφα, υπογραμμίζουν ότι παρ’ όλα αυτά, «από το σύνολο των στοιχείων που προέκυψαν, από τις καταθέσεις των μαρτύρων, από τα έγγραφα που ήρθαν στα χέρια της επιτροπής και από τον αλληλοσυσχετισμό τους, δεν προέκυψαν μόνο πολιτικές ευθύνες ή απλές παραβάσεις υπηρεσιακών κανόνων εκ μέρους κυβερνητικών και υπηρεσιακών παραγόντων, αλλά προέκυψαν ενδείξεις που θα μπορούσαν να στηρίξουν την κρίση ύπαρξης βάσιμων υπονοιών για την τέλεση ποινικά αξιόποινων πράξεων και να προκαλέσουν, μετά από ιδιαίτερη έρευνα, από τις αρμόδιες εισαγγελικές και δικαστικές αρχές, ποινική δίωξη εναντίον των δραστών αυτών των πράξεων». Ενόψει αυτών, οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ προτείνουν στην Επιτροπή, και δι’ αυτής και στην Ολομέλεια, τη διαβίβαση όλων των στοιχείων που έχουν προκύψει στις αρμόδιες δικαστικές αρχές, προκειμένου εκείνες να ερευνήσουν περαιτέρω με πλήρη τρόπο και σε πλήρη έκταση όλα τα στοιχεία που έχουν ήδη αναδειχθεί και θεμελιώνουν την ύπαρξη ποινικών ευθυνών.
Ειδικότερα, όπως αναφέρει το πόρισμα του ΣΥΡΙΖΑ:
«Η Κυβέρνηση αποκλειστικά, ως αναθέτουσα αρχή, ήταν αυτή που αποφάσισε και ενέκρινε τα ΜΜΕ που εντάχθηκαν στη Λίστα Πέτσα και στην εκστρατεία – καμπάνια για τον κορωνοϊό. Η ανάδοχος εταιρεία ήταν αυτή που απλώς πρότεινε μέρος των ΜΜΕ και σε καμία περίπτωση δεν ήταν αυτή η οποία ενέκρινε και αποφάσισε. Όπως πληθώρα μαρτύρων κατέθεσαν η λίστα Πέτσα τελικά διαμορφώθηκε χωρίς κριτήρια και κανόνες, καθώς και χωρίς δημόσια πρόσκληση προς τα ΜΜΕ για να δηλώσουν ότι επιθυμούν να συμμετέχουν στην εκστρατεία για τον κορωνοϊό.
Με τις διερευνηθείσες αποφάσεις και πρακτικές, οι οποίες λήφθηκαν κατά σαφή και ευθεία παράβαση του ενωσιακού και εθνικού δικαίου, των γενικών αρχών του ανταγωνισμού, της διαφάνειας και της αμεροληψίας κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων προμηθειών και υπηρεσιών, αποδείχθηκε ότι η Κυβέρνηση εκτέλεσε μια στρατηγική ποδηγέτησης των ΜΜΕ, χρησιμοποιώντας το δημόσιο χρήμα ως επιβράβευση για την δημόσια εξύμνηση αυτής και του Πρωθυπουργού προσωπικά και ταυτόχρονα ως μέσο ουσιαστικής φίμωσης των αντιπολιτευτικών φωνών και τροχοπέδη για την άσκηση σε βάρος τους κριτικής για την πολιτική, που ασκούν.
Υπό τις ανωτέρω συνθήκες επιρροής και εξαναγκασμού η πολιτική της Αντιπολίτευσης και η από μέρους της άσκηση κριτικής στις κυβερνητικές επιλογές αλλά και στις επιλογές του Πρωθυπουργού προσωπικά περιθωριοποιήθηκαν επικοινωνιακά με ολιγόχρονη προβολή ή με τυπικές αναφορές, ενώ φαινόμενα σημαντικών πολιτικών παρεμβάσεων, σημαντικών κοινωνικών φαινομένων, διαμαρτυριών και κινητοποιήσεων με μείζον πολιτικό ενδιαφέρον προβλήθηκαν ανεπαρκώς.
Σε αυτό πλαίσιο της επιχείρησης χειραγώγησης των ΜΜΕ και εντεύθεν της προσπάθειας διαμόρφωσης συγκεκριμένων πολιτικών στάσεων στους Έλληνες πολίτες χρησιμοποιήθηκε το δημόσιο χρήμα και για την κατά παραγγελία διενέργεια δημοσκοπήσεων, όπως χαρακτηριστικά αποδείχθηκε στην περίπτωση της δημοσκοπικής εταιρείας Opinion Poll, η οποία διενήργησε δημοσκοπήσεις κατά παράβαση κάθε έννοιας δεοντολογίας, αξιοπιστίας και επιστημονικότητας, με μόνο στόχο την εξυπηρέτηση των πολιτικών στόχων της Κυβέρνησης και του Πρωθυπουργού προσωπικά για τη διαμόρφωση συγκεκριμένων πολιτικών τάσεων και τη χειραγώγηση των πολιτών.
Β. Από όσα έχουν ήδη εκτενώς αναπτυχθεί προκύπτει ότι εν γένει μια εξεταστική επιτροπή δεν συστήνεται μεν για να διενεργήσει προκαταρκτική εξέταση (όπως γίνεται στην περίπτωση της λεγόμενης προανακριτικής επιτροπής), όμως, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της ενεργεί έχοντας όλες τις εξουσίες προανακριτικής αρχής και εισαγγελέα. Αυτό σημαίνει ότι ακόμη και αν δεν έχει ως σκοπό τη διερεύνηση ποινικών ευθυνών, στην πράξη, όταν αφήνεται να διερευνήσει ελεύθερα το αντικείμενο που έχει αναλάβει, μπορεί, επειδή κάνει χρήση διερευνητικών εργαλείων που είναι αντίστοιχα αυτών που χρησιμοποιεί η εισαγγελική αρχή, να φτάσει να βρει και να αναδείξει ακόμη και στοιχεία που συνάπτονται με ποινικές ευθύνες. Πρακτικά, αυτό έχει ενδιαφέρον γιατί σύμφωνα με το άρθρο 38 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι έχουν υποχρέωση να ανακοινώσουν χωρίς χρονοτριβή στον αρμόδιο εισαγγελέα αξιόποινες πράξεις που διώκονται αυτεπάγγελτα τις οποίες πληροφορήθηκαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Οπότε στην περίπτωση αυτή θα μπορούσε επιγενόμενα να ενεργοποιηθεί ακόμη και μια διαδικασία ποινικού χαρακτήρα.
Όμως, στην προκειμένη περίπτωση η πλειοψηφία της Επιτροπής από νωρίς ενήργησε με τρόπο που φαλκίδευε το έργο της Επιτροπής και εναγωνίως περιόρισε καθοριστικά το εύρος των ερευνητικών και εξεταστικών δυνατοτήτων που θα είχε αυτή αν ασκούσε πιστά τις εξουσίες που της δίνει ο Κανονισμός της Βουλής. Ιδίως, αυτό συνέβη με τον περιορισμό του καταλόγου μαρτύρων και τον αποκλεισμό της εξέτασης των κρίσιμων πολιτικών προσώπων, μόνων ή κατ’ αντιπαράσταση με άλλα πρόσωπα, αλλά και με τον εσκεμμένο περιορισμό της πρόσβασης σε κρίσιμα αποδεικτικά έγγραφα. Εξάλλου, η επιτροπή, υπό την συγκεκριμένη πλειοψηφία, δεν ενήργησε και οποιαδήποτε άλλη προανακριτική ενέργεια, από εκείνες που είχε στη διάθεσή της και θα μπορούσε να ενεργήσει, όπως είναι λ.χ. οι έρευνες.
Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και έτσι, δεν έγινε δυνατό να αποκρυβούν τα στοιχεία που έχουν ήδη παρατεθεί αναλυτικά στα οικεία κεφάλαια, τα οποία βοούν για την ύπαρξη βαριών ευθυνών.
Από το σύνολο των στοιχείων που προέκυψαν, από τις καταθέσεις των μαρτύρων, από τα έγγραφα που ήρθαν στα χέρια της επιτροπής και από τον αλληλοσυσχετισμό τους, δεν προέκυψαν μόνο πολιτικές ευθύνες ή απλές παραβάσεις υπηρεσιακών κανόνων εκ μέρους κυβερνητικών και υπηρεσιακών παραγόντων, αλλά προέκυψαν ενδείξεις που θα μπορούσαν να στηρίξουν την κρίση ύπαρξης βάσιμων υπονοιών για την τέλεση ποινικά αξιόποινων πράξεων και να προκαλέσουν, μετά από ιδιαίτερη έρευνα, από τις αρμόδιες εισαγγελικές και δικαστικές αρχές, ποινική δίωξη εναντίον των δραστών αυτών των πράξεων.
Ενόψει αυτών τα μέλη της Επιτροπής που είμαστε οι συντάκτες και συντάκτριες της παρούσας γνώμης προτείνουμε στην Επιτροπή, και δι’ αυτής και στην Ολομέλεια, τη διαβίβαση όλων των στοιχείων που έχουν προκύψει στις αρμόδιες δικαστικές αρχές, προκειμένου εκείνες να ερευνήσουν περαιτέρω με πλήρη τρόπο και σε πλήρη έκταση όλα τα στοιχεία που έχουν ήδη αναδειχθεί και θεμελιώνουν την ύπαρξη ποινικών ευθυνών.
‘Αλλωστε, σε σχέση με τους υπουργούς της κυβέρνησης, σε ό,τι αφορά τις πράξεις που εμπίπτουν στο άρθρο 86 παρ. 1 Συντ., την αρμοδιότητα αυτή δύναται να ασκήσει μόνο η ίδια η Ολομέλεια της Βουλής. Πέραν, λοιπόν, της διαβίβασης των κρίσιμων στοιχείων στην τακτική δικαιοσύνη, η διαβίβαση του παρόντος πορίσματος στην ίδια την Ολομέλεια της Βουλής, χωρίς κανέναν περιορισμό ως προς την παραγραφή των αξιόποινων πράξεων, συνιστά σαφή δικαίωση της πρωτοβουλίας του ΣΥΡΙΖΑ -ΠΣ για τροποποίηση του άρθρου 86 του Συντάγματος. Κι αυτό γιατί πρόκειται για παρακαταθήκη στοιχείων που η Εθνική Αντιπροσωπεία θα μπορέσει να αξιοποιήσει οποτεδήποτε στο εξής, όταν θα μπορεί πραγματικά να αξιώσει το ρόλο να ελέγξει και ποινικά όλες τις περιπτώσεις διασπάθισης δημοσίου χρήματος που έκανε η σημερινή κυβέρνηση με σκοπό τη χειραγώγηση της κοινής γνώμης, καθώς και κάθε συναφή με αυτές πράξη».
ΚΙΝΑΛ: Δεν μπορεί να υποστηριχθεί ο ισχυρισμός ότι δεν υπήρξε αθέμιτη παρέμβαση στη χρηματοδότηση των ΜΜΕ
“Δεν μπορεί να υποστηριχθεί ο ισχυρισμός της συμπολίτευσης ότι δεν υπήρξε αθέμιτη παρέμβαση στην τελική κατάρτιση του καταλόγου των επιλεγέντων ΜΜΕ”, αναφέρουν οι βουλευτές του Κινήματος Αλλαγής Γιώργος Καμίνης και Δημήτρης Μπιάγκης στην πορισματική τους θέση για τη διερεύνηση της επιχείρησης πολιτικής χειραγώγησης της κοινής γνώμης, ευτελισμό των θεσμών και κατασπατάληση του δημοσίου χρήματος. Οι βουλευτές επισημαίνουν ότι με ευθύνη της πλειοψηφίας, υπήρξε αποκλεισμός των πολιτικά υπευθύνων από τη διαδικασία και δεν επετράπη πρόσβαση σε ζωτικής σημασίας αποδεικτικό υλικό, ενώ κάνουν λόγο για καταχρηστική άσκηση αρμοδιότητας της εξεταστικής επιτροπής εκ μέρους της πλειοψηφίας.
“Η σύσταση της παρούσας εξεταστικής επιτροπής, η οποία έγινε μετά από πρόταση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αποτελεί και την πρώτη εφαρμογή της νέας συνταγματικής διάταξης. Δυστυχώς, η λειτουργία της Επιτροπής δεν ανταποκρίθηκε στο πνεύμα του αναθεωρητικού νομοθέτη, καθώς ο τελευταίος δεν αποσκοπούσε απλά να παράσχει στην αντιπολίτευση την ευχέρεια να προκαλέσει τη σύσταση εξεταστικής επιτροπής· είχε προφανώς κατά νου να καταστήσει αποτελεσματική την ευχέρεια αυτή. Τούτο πρωτίστως σημαίνει ότι δεν είναι συνταγματικώς ανεκτό η άσκηση των αρμοδιοτήτων της επιτροπής να εγκαταλείπεται στο έλεος της πλειοψηφίας, αφού αυτό θα οδηγήσει μετά βεβαιότητος στη φαλκίδευση της συνταγματικής διάταξης, η οποία ετέθη ως υψίστης σημασίας εγγύηση υπέρ της μειοψηφίας”, αναφέρουν οι βουλευτές του Κινήματος Αλλαγής και επισημαίνουν ότι “εκτός από τον αποκλεισμό των πολιτικά υπευθύνων από τη διαδικασία, η πλειοψηφία στέρησε την Επιτροπή και από την πρόσβαση σε ζωτικής σημασίας αποδεικτικό υλικό”.
Ως προς το πρώτο σκέλος του αντικειμένου της Εξεταστικής Επιτροπής που περιλαμβάνει τις λεγόμενες “Λίστες Πέτσα 1 και 2”, οι βουλευτές του Κινήματος Αλλαγής αναφέρουν πως “δεν μπορεί να υποστηριχθεί ο ισχυρισμός της συμπολίτευσης ότι δεν υπήρξε αθέμιτη παρέμβαση στην τελική κατάρτιση του καταλόγου των επιλεγέντων ΜΜΕ”.
Ως προς το δεύτερο υπό διερεύνηση αντικείμενο της Εξεταστικής Επιτροπής, δηλαδή την επίμαχη δημοσκόπηση της Εταιρείας Opinion Poll, “οι μαρτυρικές καταθέσεις και το εν γένει αποδεικτικό υλικό δεν αφήνουν περιθώρια ασφαλούς συμπεράσματος”, αναφέρουν οι βουλευτές του Κινήματος Αλλαγής και σημειώνουν: “Δυστυχώς, και πάλι η πλειοψηφία απέκλεισε από τον κατάλογο των μαρτύρων πρόσωπα, η μαρτυρία των οποίων θα μπορούσε να διαφωτίσει την Επιτροπή· ιδίως τον κύριο Μιχάλη Διαμαντή, ιδιοκτήτη της Opinion Poll καθώς και της εταιρείας Reposition Strategy, η οποία, σύμφωνα με την Αξιωματική Αντιπολίτευση, φέρεται να έχει αναλάβει, με απευθείας ανάθεσης διαδικασία, έργα από το Δημόσιο. Ο ισχυρισμός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης ότι υπάρχει σχέση που ευθέως συνδέει την ανάληψη δημοσίων έργων από την εταιρεία Reposition Strategy με τη δημοσίευση ευνοϊκής προς την Κυβέρνηση δημοσκόπησης της Opinion Poll αφενός δεν αποδείχθηκε, αφετέρου είναι και αλυσιτελής. Ειδικά ως προς το τελευταίο, αποτελεί κοινό τόπο στην επιστήμη των δημοσκοπήσεων ότι η ευνοϊκή ή δυσμενής παρουσίαση ενός πολιτικού κόμματος ως προς την απήχησή του στο εκλογικό σώμα δεν ασκεί ουσιώδη επιρροή στο τελικό εκλογικό αποτέλεσμα.
Επιβεβαιώνεται πάντως και εδώ ένα άκρως ανησυχητικό για το δημοκρατικό μας πολίτευμα σύμπτωμα : Η εν γένει αρνητική εξέλιξη της πορείας των Ανεξάρτητων Αρχών, συνταγματικά κατοχυρωμένων και μη. Στην πρώτη ενότητα διαπιστώθηκε η άκρως περιφρονητική στάση της Κυβέρνησης προς την Ενιαία Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Συμβάσεων”.
ΚΚΕ: Η «λίστα Πέτσα» δεν διαμορφώθηκε με κριτήρια αντικειμενικότητας και διαφάνειας, απαιτείται περαιτέρω έρευνα
«H διαδικασία που ακολουθήθηκε για την κατανομή της διαφημιστικής δαπάνης στα διάφορα ΜΜΕ, στο πλαίσιο της επονομαζόμενης “ Λίστα Πέτσα”, δεν διαμορφώθηκε με τα όποια κριτήρια αντικειμενικότητας και διαφάνειας, όσον αφορά την επιλογή των μέσων και την κατανομή των ποσών σε αυτά, ενώ είναι προφανές ότι στην επιλογή των κριτηρίων επέδρασαν καθοριστικά πολιτικές σκοπιμότητες, ανάλογα με την πολιτική τοποθέτηση του κάθε μέσου«, αναφέρει η βουλευτής του ΚΚΕ Μαρία Κομνηνάκα στην πορισματική θέση του κόμματός της για τη «διερεύνηση της επιχείρησης πολιτικής χειραγώγησης της κοινής γνώμης, ευτελισμό των θεσμών και κατασπατάληση του δημοσίου χρήματος».
Το ΚΚΕ αναφέρει ότι προκύπτουν σοβαρές πολιτικές ευθύνες τόσο όσον αφορά τη διαδικασία που ακολουθήθηκε στην Εξεταστική Επιτροπή όσο και για την ουσία των ερευνώμενων πράξεων. «Η έκταση και η βαρύτητα αυτών των ευθυνών χρήζουν περαιτέρω διερεύνησης, παίρνοντας υπόψη και τις συνθήκες των εργασιών της Επιτροπής που δεν επέτρεψαν την ουσιαστική και σε βάθος έρευνα», σημειώνει το ΚΚΕ που ειδικότερα αναφέρει:
«Οι εργασίες της Εξεταστικής Επιτροπής επιβεβαίωσαν εν πολλοίς την τοποθέτηση και τις εκτιμήσεις του ΚΚΕ, τόσο κατά τη συζήτηση στην Ολομέλεια για τη συγκρότησή της όσο και κατά τη διάρκεια των εργασιών της.
– Πρώτον, παρά τη συμφωνία του Κόμματός μας για τη συγκρότηση της Εξεταστικής Επιτροπής, επιβεβαιώθηκε η εκτίμηση ότι οι δυνατότητες αυτού του είδους των επιτροπών είναι περιορισμένες, αφού δεν μπορούν να ξεφύγουν από τους δεδομένους κάθε φορά συσχετισμούς και τα όρια που καθορίζονται από την πλειοψηφία και τις εκάστοτε πολιτικές σκοπιμότητες.
Την εκτίμηση αυτή επιβεβαίωσε απόλυτα η απαράδεκτη απόφαση της κυβερνητικής πλειοψηφίας της ΝΔ να αποκλείσει από τους προς εξέταση μάρτυρες, τους αρμόδιους Υπουργούς και άλλους πολιτικούς παράγοντες που προτάθηκαν από το ΚΚΕ κι από άλλα κόμματα της αντιπολίτευσης. Η μεθόδευση αυτή, που απέβλεπε στην αποσιώπηση των όποιων πολιτικών ευθυνών, εμπόδισε τη διερεύνηση της ουσίας των ελεγχόμενων πράξεων, εκφυλίζοντας στην πραγματικότητα την όλη διαδικασία.
– Δεύτερον, ως προς την ουσία των ερευνώμενων πράξεων, επιβεβαιώνεται ότι η διαδικασία που ακολουθήθηκε για την κατανομή της διαφημιστικής δαπάνης στα διάφορα ΜΜΕ, στο πλαίσιο της επονομαζόμενης “ Λίστα Πέτσα”, δεν διαμορφώθηκε με τα όποια κριτήρια αντικειμενικότητας και διαφάνειας, όσον αφορά την επιλογή των μέσων και την κατανομή των ποσών σε αυτά, ενώ είναι προφανές ότι στην επιλογή των κριτηρίων επέδρασαν καθοριστικά πολιτικές σκοπιμότητες, ανάλογα με την πολιτική τοποθέτηση του κάθε μέσου.
Αυτό προκύπτει από τα εξής γεγονότα: Αφενός δεν δόθηκαν ουσιαστικές εξηγήσεις για τα κριτήρια με βάση τα όποια κατανεμήθηκε το σύνολο της διαφημιστικής δαπάνης, με αποτέλεσμα να υπάρχουν κραυγαλέες διαφοροποιήσεις, αφετέρου δε, ομολογήθηκε στην ουσία από την εργολήπτρια εταιρεία ότι έπαιξε καθοριστικό ρόλο στον αποκλεισμό μέσου ενημέρωσης από τη διαφημιστική καμπάνια, το επικριτικό προς την κυβερνητική πολιτική περιεχόμενο της αρθρογραφίας του. Ομολογήθηκε ακόμα ότι το αναθέτον υπουργείο διατηρούσε τη δυνατότητα να προτείνει συγκεκριμένα ΜΜΕ προς την ανάδοχο του έργου εταιρεία, τη στιγμή που αυτό είχε παράλληλα και την αποκλειστική αρμοδιότητα της έγκρισης της λίστας και της κατανομής της διαφημιστικής δαπάνης, σύμφωνα με την υπογραφείσα σύμβαση. Ουσιαστικά, η όλη διαδικασία είχε περισσότερο χαρακτήρα επιλεκτικής οικονομικής στήριξης ΜΜΕ παρά την ουσιαστική ενημέρωση του ελληνικού λαού. Παρακάμφθηκε μάλιστα και το υπάρχον – πλην όμως ανεπαρκές – νομοθετικό πλαίσιο για τα “ κοινωνικά μηνύματα” που μεταδίδονται υποχρεωτικά δωρεάν από τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα, με το σαθρό επιχείρημα ότι δεν υπάρχει δέσμευση τα Μέσα να τα μεταδίδουν σε ώρες υψηλής τηλεθέασης κι ακροαματικότητας.
Αυτή η αδυναμία ουσιαστικού ελέγχου της αντικειμενικότητας των κριτηρίων κατανομής της διαφημιστικής δαπάνης, που διαμορφώνει ευνοϊκές συνθήκες για αδιαφανείς δοσοληψίες, αποδεικνύει την ορθότητα και την αναγκαιότητα της νομοθετικής ρύθμισης που πρότεινε επανειλημμένα με τροπολογία το ΚΚΕ, για τον έλεγχο της σχετικής διαφημιστικής δαπάνης, με αυστηρούς διαφανείς κανόνες και πρόβλεψη ποινικών κυρώσεων σε περίπτωση παραβίασής τους.
Προέβλεπε συγκεκριμένα, πρώτον ότι τα μηνύματα που αφορούν την προστασία της δημόσιας υγείας, την προστασία από σοβαρό κίνδυνο, απειλή, όπως είναι μία πανδημία, και την ενημέρωση του ελληνικού λαού, θα πρέπει να μεταδίδονται, να καταχωρίζονται ή να αναρτώνται -ανάλογα με το μέσο- υποχρεωτικά και δωρεάν σε όλα τα μέσα. Και όχι με όρους διαφημιστικής καμπάνιας.
Δεύτερον, σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, όπου χρειάζεται να υπάρχει διαφημιστική δαπάνη για την προβολή της δραστηριότητας υπουργείων, εποπτευόμενων φορέων του δημοσίου και ευρύτερου δημόσιου τομέα, των πρώην ΔΕΚΟ, αυτή η διαφημιστική καμπάνια θα πρέπει να γίνεται με όρους διαφάνειας και με αντικειμενικά κριτήρια, όσο αυτό είναι δυνατόν, χωρίς απαράδεκτους αποκλεισμούς και χωρίς επιδότηση ανύπαρκτων μέσων, διαμορφώνοντας συνθήκες που παραπέμπουν ευθέως σε συνδιαλλαγή.
Τρίτον, ότι κάθε είδους διαφημιστική δαπάνη του δημοσίου θα πρέπει να δημοσιεύεται αναλυτικά, ανά ποσό και ανά μέσο ενημέρωσης, άμεσα, μέσα σε δέκα μέρες από την υπογραφή των σχετικών συμβάσεων, στην ιστοσελίδα της Γενικής Γραμματείας Ενημέρωσης και Επικοινωνίας και να παραδίδεται η σχετική κατάσταση στην αρμόδια Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Bουλής, για να είναι απολύτως γνωστό ποιο μέσο ενημέρωσης πήρε κρατική διαφήμιση, τι ποσό εισέπραξε γι’ αυτήν τη διαφήμιση και να μην είναι ουσιαστικά στη διακριτική ευχέρεια της οποιασδήποτε κυβέρνησης να το πράξει αυτό.
Τέταρτον, για να καθίσταται ουσιαστικά εφαρμόσιμη η πιο πάνω ρύθμιση, προέβλεπε ότι, αν δεν τηρηθούν οι παραπάνω όροι, τότε οι συμβάσεις καθίστανται άκυρες και αναζητούνται ως αχρεωστήτως καταβληθέντα τα ποσά, που καταβλήθηκαν σε μέσα ενημέρωσης. Επιπλέον, η παράλειψη της δημοσιότητας, καθώς και η αποφυγή της αναζήτησης των παραπάνω ποσών, σε περίπτωση ακύρωσης των σχετικών συμβάσεων, συνεπάγεται και την ποινική δίωξη των υπαιτίων φυσικών προσώπων και την απειλή σε βάρος τους ποινής φυλάκισης, εκτός αν προβλέπονται και άλλες ποινές με βάση τον Δημοσιοϋπαλληλικό Κώδικα.
Τέλος, η τροπολογία του ΚΚΕ προέβλεπε, μέσα σε προθεσμία τριών μηνών την υποχρεωτική κατάθεση στοιχείων, ανατρέχοντας σε διάστημα δέκα ετών, για να δούμε γι’ αυτά τα δέκα έτη τα χρήματα του ελληνικού λαού πού πήγαν, σε ποιο μέσο, και με ποια κριτήρια.
Η νομοθετική αυτή πρόταση, που θα μπορούσε πράγματι να αντιμετωπίσει φαινόμενα σαν αυτά που απασχολούν την παρούσα Εξεταστική Επιτροπή, απορρίφθηκε, όπως ήταν αναμενόμενο από τη ΝΔ, απορρίφθηκε όμως και από τον ΣΥΡΙΖΑ και τα άλλα κόμματα. Αποκαλύπτοντας την κοινή επιδίωξη να παραμένει ένα διάτρητο νομοθετικό πλαίσιο που επιτρέπει να συντηρείται ένας αδιαφανής μηχανισμός σχέσεων και διαπλοκής με τα ΜΜΕ ή με ένα μέρος αυτών, ώστε να συνεχίζει απρόσκοπτα ο εξωραϊσμός της εκάστοτε κυβερνητικής πολιτικής κι ο μηχανισμός χειραγώγησης του ελληνικού λαού. Γι’ αυτό ζητήσαμε η διερεύνηση να πάει σε βάθος δεκαετίας.
– Αντίστοιχα, σαθρό και σε κάθε περίπτωση ανεπαρκές παραμένει το θεσμικό πλαίσιο και στα ζητήματα των δημοσκοπικών εταιρειών, όπου, όπως προέκυψε από τη διαδικασία και τις μαρτυρικές καταθέσεις, ακόμα και στις περιπτώσεις όπου τα τελευταία χρόνια καταγγέλθηκαν παράτυπες ή προβληματικές πολιτικού περιεχομένου δημοσκοπήσεις, ουδέποτε διενεργήθηκε ουσιαστικός και ολοκληρωμένος έλεγχος με την επιβολή ανάλογων κυρώσεων, αξιοποιώντας το ανεπαρκές αυτό πλαίσιο.
Ιδιαίτερα σε σχέση με την επίμαχη δημοσκόπηση της Opinion Poll, παρότι διαπιστώνεται πράγματι η παράτυπη δημοσίευσή της, χωρίς να αναφέρεται για λογαριασμό ποιανού διενεργήθηκε η εν λόγω έρευνα, μέχρι σήμερα δεν έχει ολοκληρωθεί η έρευνα της εγκυρότητας της δημοσκόπησης στο σύνολό της και συγκεκριμένα, ως προς το ουσιαστικό μέρος της, αυτό των σταθμίσεων των στοιχείων της έρευνας από την Ελεγκτική Αρχή Δημοσκοπήσεων.
Όπως προέκυψε από τη διαδικασία, κατά το διάστημα των επίμαχων δημοσκοπήσεων ο ιδιοκτήτης της εταιρείας Opinion Poll, αναλάμβανε μέσω άλλης εταιρείας του έργα από το Δημόσιο (μέσω του Εθνικού Δικτύου Υποδομών Τεχνολογίας και Έρευνας) με τη διαδικασία των απευθείας αναθέσεων ύψους 270.000 ευρώ. Μάλιστα ενώ μια τέτοια παράλληλη επιχειρηματική δραστηριότητα, θα μπορούσε να διαμορφώσει έδαφος για να αναπτυχθούν συνθήκες αδιαφάνειας και πολιτικών σκοπιμοτήτων, δεν υπάρχει κανένα απολύτως ρυθμιστικό πλαίσιο που να το εμποδίζει, θέτοντας στοιχειώδεις περιορισμούς και ρυθμιστικούς κανόνες στις δημοσκοπικές εταιρείες, λόγω της φύσης της δραστηριότητάς τους.
Είναι προφανές ότι αυτού του είδους η σύμφυση επιχειρηματικών συμφερόντων με το αστικό κράτος είναι καθ’ όλα συνήθης και νομότυπη πολλές φορές στο πλαίσιο της καπιταλιστικής οικονομίας. Ωστόσο, αυτό είναι ταυτόχρονα το εύφορο έδαφος που επιτρέπει την ανάπτυξη φαινομένων διαπλοκής, που δεν μπορούν να αποκαλυφθούν στο σύνολό τους στο πλαίσιο των διαδικασιών μιας Εξεταστικής Επιτροπής.
Με βάση τα παραπάνω, προκύπτουν τουλάχιστον σοβαρές πολιτικές ευθύνες τόσο όσον αφορά τη διαδικασία που ακολουθήθηκε στην Εξεταστική Επιτροπή όσο και για την ουσία των ερευνώμενων πράξεων. Η έκταση και η βαρύτητα αυτών των ευθυνών χρήζουν περαιτέρω διερεύνησης, παίρνοντας υπόψη και τις συνθήκες των εργασιών της Επιτροπής που δεν επέτρεψαν την ουσιαστική και σε βάθος έρευνα».