Σταθεροποιητικές είναι οι τάσεις στην Ελληνική λιανική αγορά φαρμάκων, σύμφωνα με τα αποτελέσματα έρευνας της Icap. Κύριο χαρακτηριστικό της λιανικής αγοράς φαρμάκων, σύμφωνα με την Icap, είναι η ύπαρξη πληθώρας σημείων πώλησης, διάσπαρτων σε όλη τη χώρα, με αποτέλεσμα η αγορά να είναι «κατακερματισμένη». Η συντριπτική πλειονότητα των φαρμακείων αφορά μεμονωμένα/ανεξάρτητα καταστήματα.
Σύμφωνα με στοιχεία της ICAP Databank, το 55% εξ’ αυτών είναι ομόρρυθμες εταιρείες, το 37% ατομικές επιχειρήσεις, ενώ το 8% αφορά ετερόρρυθμες εταιρείες. Στην εγχώρια αγορά φαρμακείων δραστηριοποιούνται και κάποιες εταιρείες (ιδρυθείσες στην πλειοψηφία τους από φαρμακοποιούς), οι οποίες έχουν αναλάβει την «κεντρική συμβουλευτική διαχείριση» ενός δικτύου φαρμακείων που λειτουργούν ενταγμένα υπό τον ίδιο “διακριτικό τίτλο”, έχουν κοινούς προμηθευτές και παρέχουν εξειδικευμένες υπηρεσίες στους πελάτες τους.
Σύμφωνα με το Μάρκο Κοντοέ, Senior Consultant Διεύθυνσης Οικονομικών Μελετών της ICAP Group, ο οποίος ασχολείται με την επιμέλεια των μελετών του φαρμάκου, η συρρίκνωση του περιθωρίου κέρδους των φαρμακοποιών και τα έντονα προβλήματα ρευστότητας τα τελευταία χρόνια, οδήγησαν σε αναστολή της λειτουργίας αρκετών φαρμακείων, με αποτέλεσμα να ανακοπεί η ανοδική πορεία των προηγούμενων ετών. Με βάση τα στοιχεία του Πανελληνίου Φαρμακευτικού Συλλόγου (Π.Φ.Σ.), τα νεοιδρυθέντα φαρμακεία ήταν λιγότερα από εκείνα που ανέστειλαν τη λειτουργία τους, με αποτέλεσμα ο αριθμός τους το 2015, να εκτιμάται σε 10.400 περίπου (τα συστεγαζόμενα φαρμακεία εκτιμώνται σε περισσότερα από 700), από 10.804 το προηγούμενο έτος. Tα περισσότερα συναντώνται στον νομό Αττικής, καταλαμβάνοντας ποσοστό 38% επί του συνόλου και ακολουθεί η διοικητική περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας με ποσοστό 19%.
Ωστόσο, η λειτουργία 10.400 φαρμακείων στην Ελλάδα, έχει ως αποτέλεσμα κάθε φαρμακείο να αντιστοιχεί κατά μέσο όρο σε 1.044 κατοίκους και ως εκ τούτου, το ελληνικό δίκτυο φαρμακείων να θεωρείται το πυκνότερο και πλέον ομοιόμορφα κατανεμημένο δίκτυο φαρμακείων ανά κατοίκους στην Ευρώπη, παρότι έχει αναπτυχθεί σε χώρα με το πλέον δύσμορφο γεωγραφικό ανάγλυφο, τόσο στην ηπειρωτική όσο και στη νησιωτική επικράτεια.
Η ραγδαία αύξηση της χρήσης του διαδικτύου για την πραγματοποίηση αγορών τα τελευταία χρόνια, είχε ως αποτέλεσμα αρκετά φαρμακεία να προχωρήσουν στη σύσταση “ηλεκτρονικού” καταστήματος προκειμένου να ενισχύσουν τα έσοδά τους.
Οι εν λόγω επιχειρήσεις έχουν πολλαπλασιαστεί τα τελευταία χρόνια, καθώς εμφανίζουν σημαντική ενίσχυση των πωλήσεών τους, ως αποτέλεσμα τόσο της αυξανόμενης τάσης για αγορές μέσω διαδικτύου όσο και των σημαντικών εκπτώσεων/προσφορών που πραγματοποιούν. Στη ελληνική επικράτεια υπολογίζεται ότι λειτουργούν περίπου 1.000 ηλεκτρονικά φαρμακεία.
Όπως σημειώνει ο Μάρκος Κοντοές, οι συνολικές πωλήσεις φαρμάκων (σε τιμές λιανικής) παρουσίασαν ανοδική πορεία την περίοδο 2004-2009 με μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης 11% περίπου. Οι διαδοχικές μειώσεις στις τιμές των φαρμάκων τα τελευταία χρόνια, καθώς και η εφαρμογή ελέγχων στη συνταγογράφηση, είχαν ως αποτέλεσμα η αξία των συνολικών πωλήσεων φαρμάκων να συρρικνωθεί την περίοδο 2009-2015 (σωρευτική μείωση κατά 41% περίπου). Το 2015 οι εν λόγω πωλήσεις διαμορφώθηκαν σε 4.119,5 εκατ. ευρώ, από 4.234,1 εκατ. ευρώ το προηγούμενο έτος (μείωση 2,7%), ενώ το 2016 εκτιμώνται σε 4.050 εκατ. ευρώ.
Αντίστοιχα, οι συνολικές πωλήσεις των φαρμακείων, κατόπιν θεσμικών παρεμβάσεων (αλλαγή ασφαλιστικής τιμής, διεύρυνση λίστας Μη Συνταγογραφούμενων και Μη Αποζημιούμενων Φαρμάκων, επέκταση ηλεκτρονικής συνταγογράφησης, κ.ά.), σημείωσαν πτώση τα τελευταία χρόνια και δείχνουν σημάδια σταθεροποίησης από το το 2013 και έπειτα. Το 2015 εκτιμώνται σε 4.838 εκατ. ευρώ, ενώ το 2016 αναμένεται να διαμορφωθούν σε 4.795 εκατ. ευρώ περίπου.
Σύμφωνα με την Icap, η πτώση των πωλήσεων δεν οφείλεται σε χαμηλότερη επισκεψιμότητα στα φαρμακεία, αλλά κυρίως στη μείωση της μέσης δαπάνης ανά απόδειξη, ως αποτέλεσμα της επιβολής των μειώσεων στις τιμές φαρμάκων και της αυξανόμενης τάσης διάθεσης φαρμάκων χαμηλότερου κόστους (γενόσημα). Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται και από τα στοιχεία του Ε.Ο.Φ., σύμφωνα με τα οποία η πτώση πωλήσεων των φαρμάκων σε ποσότητα (συσκευασίες) τα προηγούμενα χρόνια, ήταν σαφώς ηπιότερη από εκείνη σε αξία, ενώ την τελευταία τριετία καταγράφεται και (μικρή αλλά αισθητή) αύξηση των πωλούμενων συσκευασιών φαρμάκων (σε ποσότητα). Συγκεκριμένα, το 2015 διατέθηκαν μέσω φαρμακείων 424,3 εκατ. συσκευασίες, ενώ η μέση τιμή/τεμάχιο διαμορφώθηκε σε 9,7 ευρώ, από 14 ευρώ το 2008 και 15 ευρώ το 2009.
Η Σταματίνα Παντελαίου, Διευθύντρια Οικονομικών – Κλαδικών Μελετών της ICAP Group, αναφέρει σχετικά με τη διάρθρωση των πωλήσεων: «Τα έσοδα από τα φάρμακα, καλύπτουν το μεγαλύτερο ποσοστό επί του συνόλου (περίπου 85%), ενώ ακολουθούν τα παραφαρμακευτικά προϊόντα (βιταμίνες, σιρόπια, αντιαλλεργικά, παιδικές τροφές, συμπληρώματα, κτλ) με 11% και τα καλλυντικά με 4%. Τα συνταγογραφούμενα φάρμακα εκτιμάται ότι κάλυψαν ποσοστό 64% περίπου της αξίας των συνολικών πωλήσεων των φαρμακείων (75% περίπου επί των συνολικών πωλήσεων φαρμάκων) και ακολούθησαν τα μη συνταγογραφούμενα φάρμακα και τα φάρμακα υψηλού κόστους, το μερίδιο των οποίων εκτιμάται σε 13% και 8% αντίστοιχα».
Η πλειοψηφία πλέον των επιχειρήσεων δίνουν βάρος στην προώθηση και διάθεση παραφαρμάκων (ιδιαίτερα συμπληρωμάτων διατροφής, κτλ) και καλλυντικών, με στόχο την αύξηση του ποσοστού των κατηγοριών αυτών επί των συνολικών πωλήσεών τους, επιδιώκοντας αφενός αύξηση πωλήσεων, αφετέρου δε ενίσχυση της κερδοφορίας. Με βάση τα αποτελέσματα της Κλαδικής Μελέτης, τα προβλήματα ρευστότητας παραμένουν, με τις μικρότερου μεγέθους επιχειρήσεις να συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν προβλήματα επιβίωσης. Το 2016, η πολιτεία προχώρησε στη δημιουργία κατηγορίας φαρμάκων με την ονομασία «Γενικής Διάθεσης Φάρμακα» (ΓΕΔΙΦΑ), η οποία περιλαμβάνει σκευάσματα που ανήκουν στα Μη Συνταγογραφούμενα Φάρμακα και διατίθενται και από άλλα κανάλια διανομής (πχ. σούπερ μάρκετ), γεγονός που αναμένεται να επιφέρει μερική απώλεια εσόδων από μια κατηγορία φαρμάκων με ιδιαίτερα ικανοποιητικό περιθώριο κέρδους.
Η διατήρηση της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης σε επίπεδα κάτω των 2 δισ. ευρώ (1,945 δισ. ευρώ την περίοδο 2016-2018), εκτιμάται ότι θα συμβάλλει περαιτέρω στη σταθεροποίηση της συνολικής εγχώριας αγοράς των φαρμακείων, η οποία αναμένεται να κυμανθεί σε παραπλήσια επίπεδα τη διετία (2017-2018).