Η Μυτιληναίος επικράτησε στην διεθνή διαιτησία κατά της Σερβίας για το ζήτημα της RTB Bor με το Διεθνές Διαιτητικό Δικαστήριο να επιδικάζει στην ελληνική εταιρεία αποζημίωση ύψους 40 εκατ. δολλαρίων.
Συγκεκριμένα, όπως επισημαίνεται σε σχετική ανακοίνωση, μεταξύ των πρωτοπόρων επιχειρηματικών κινήσεων της Μυτιληναίος στο τομέα της εμπορίας μετάλλων ήδη από το 1996, ήταν η συνεργασία της με την σερβική εταιρεία RTB Bor, η οποία αποτελεί παγκοσμίως ένα από τα μεγαλύτερα μεταλλουργικά και μεταλλευτικά συγκροτήματα εξόρυξης και παραγωγής χαλκού και ελέγχεται από το σερβικό Δημόσιο.
Το 2004, η RTB Bor άρχισε να μην εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του προς την Μυτιληναίος, ενώ «πάγωσε» τις αποπληρωμές της σε χρήμα και μέταλλο παρότι είχε εις χείρας της σημαντικές προκαταβολές και προχρηματοδότηση για κεφάλαιο κίνησης από την Μυτιληναίος όπως και μετάλλευμα χαλκού ιδιοκτησίας της Μυτιληναίος προς επεξεργασία, σύμφωνα με την ανακοίνωση.
Παράλληλα, η σερβική κυβέρνηση έλαβε μία σειρά νομοθετικών και διοικητικών μέτρων με τα οποία στην ουσία επικύρωσε την αθέτηση των υποχρεώσεων της κρατικής επιχείρησης, απαγορεύοντας την πληρωμή παλαιών υποχρεώσεων χωρίς προηγούμενη άδεια της κυβέρνησης, καθώς και την αναγκαστική εκτέλεση εκ μέρους των δανειστών για την ικανοποίηση των απαιτήσεών τους.
Σύμφωνα με την ίδια ανακοίνωση, η Μυτιληναίος, άσκησε αγωγή κατά του σερβικού κράτους με τη διαδικασία που προβλέπει η διακρατική αυτή συμφωνία ενώπιον διαιτητικού δικαστηρίου. Το Διεθνές Δικαστήριο έκρινε ότι η Σερβία με μία σειρά νομοθετικών μέτρων από το έτος 2004 μέχρι το 2012, θέτοντας υπό νομοθετική ασυλία την RΤΒ Bor, με το πρόσχημα της αναδιάρθρωσης/ιδιωτικοποίησης, που ποτέ δεν συνέβη, αφ’ ενός εμμέσως απαλλοτρίωσε την επένδυση της Μυτιληναίος χωρίς αποζημίωση, αφ’ ετέρου διέψευσε τη νόμιμη και εύλογη προσδοκία της ως επενδυτή να τύχει δίκαιης μεταχείρισης από το σερβικό κράτος. Με τον τρόπο αυτό, το σερβικό κράτος παραβίασε τις διεθνείς του υποχρεώσεις από την διακρατική σύμβαση έναντι της Ελλάδας και της Μυτιληναίος. Η αποζημίωση που επιδικάσθηκε ανέρχεται στο ύψος περίπου των 40 εκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ.