Ομολογώντας ότι αυτός κατάφερε το καίριο πλήγμα στη μηριαία αρτηρία του Άλκη Καμπανού και παρέχοντας πλήρη κάλυψη στους συγκατηγορουμένους του ως προς τη συμμετοχή τους στη δολοφονική επίθεση, ο 2ος εκ των 12 κατηγορούμενων στη δίκη για τη δολοφονία του 19χρονου, κατά την απολογία του που ξεκίνησε το πρωί στην αίθουσα του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Θεσσαλονίκης πήρε «πάνω» του το έγκλημα, χωρίς ωστόσο να φαίνεται να πείθει την εισαγγελέα της έδρας.
Όλο το προηγούμενο διάστημα υπήρχε η φημολογία ότι ο 21 ετών κατηγορούμενος -ο τελευταίος που σύμφωνα με τα βίντεο της δικογραφίας αποχώρησε από το σημείο του φονικού και ο μόνος που κλήθηκε στο στάδιο της ανάκρισης να δώσει συμπληρωματική απολογία στην ανακρίτρια Θεσσαλονίκης- θα ομολογούσε ότι χτύπησε τον αδικοχαμένο Άλκη. Πράγματι, ανεβαίνοντας στο βήμα του δικαστηρίου για να απολογηθεί ανέλαβε την ευθύνη για το χτύπημα στο πόδι του θύματος και για πρώτη φορά κάποιο από τα εμπλεκόμενα πρόσωπα παραδέχθηκε ότι ήρθε σε σωματική επαφή με τον νεαρό φοιτητή.
«Αντιμετωπίζοντας όλο αυτό το βάρος μέσα στις φυλακές θέλω και πρέπει να ζητήσω μια τεράστια συγγνώμη από την οικογένεια του Άλκη. Ο χρόνος δεν γυρίζει πίσω δυστυχώς, μακάρι να ήμουν εγώ στη θέση του Άλκη. Εγώ είμαι αυτός που τον χτύπησε στο πόδι. Ήταν μία φευγαλέα σκιά που δεν θυμάμαι καλά […] Είμαι σίγουρος, πεπεισμένος ότι έγινε από μένα», είπε, ξεκινώντας την απολογία του.
Αποφάσισε, όπως ανέφερε, να προχωρήσει στην παραδοχή αυτή παρακολουθώντας όλο το προηγούμενο διάστημα τις καταθέσεις των ιατροδικαστών, ενώ τη χαρακτήρισε και υποχρέωσή του προς τους γονείς του Άλκη, διότι «θέλω να γνωρίζουν την αλήθεια», όπως είπε. Πρόσθεσε δε, πως όταν έμαθε ότι «έφυγε» ο Άλκης σοκαρίστηκε.
Το κουζινομάχαιρο, ο «τραμπουκισμός», ο άγνωστος πληροφοριοδότης
Αναφερόμενος στην απόφαση να μεταβούν στη Χαριλάου, είπε ότι «το αποφασίσαμε όλοι μαζί». Σκοπός ήταν «να βρούμε οπαδούς του Άρη». «Θέλαμε να “τραμπουκίσουμε”, να βρίσουμε, να χτυπήσουμε, σε καμία περίπτωση όμως δεν επιδιώξαμε αυτό που συνέβη», σημείωσε, αυτοπροσδιοριζόμενος ως οπαδός του ΠΑΟΚ. Ο ίδιος, σύμφωνα με όσα είπε, πήρε από τον σύνδεσμο οπαδών της Παλαιών Πατρών Γερμανού (σημείο εκκίνησης των 12 κατηγορουμένων) ένα κουζινομάχαιρο με ξύλινη λαβή και μήκος λάμας 10-12 εκατ., το οποίο δεν διέθετε «δοντάκια», όπως χαρακτηριστικά ανέφερε.
Στη συνέχεια περιέγραψε όσα έγιναν στο σημείο του φονικού, όπου, σύμφωνα με όσα ανέφερε, κατέληξαν όταν τους ειδοποίησε κάποιο άτομο «που στείλαμε» (μη κατηγορούμενους), το οποίο όμως δεν θέλησε κατονομάσει. «Φτάνοντας στο σημείο, κατεβαίνω πρώτος από το αυτοκίνητο, πίσω μας ήταν το δεύτερο όχημα, το τρίτο δεν το είδα ότι έστριψε αριστερά. Ξέρω σίγουρα ότι ήταν μαζί μου ο 4ος κατηγορούμενος. Τους ρωτήσαμε: “τι ομάδα είστε;”, απάντησαν “Άρης ρε…”. Ανέβηκα τα σκαλάκια (της οικοδομής), γύρισα μια στιγμή πίσω μου, δεν είδα κανέναν άλλον. Πριν προλάβω να ρωτήσω, δέχθηκα ένα χτύπημα με κράνος».
«Έτσι χτύπησα τον Άλκη»
Ο ίδιος, σύμφωνα με όσα απολογήθηκε, ισχυρίστηκε ότι όλα έγιναν στην αρχή του επεισοδίου. Μετά την «κρανιά» που δέχθηκε, χτύπησε «δύο με τρεις φορές στο πόδι, με το μαχαίρι, τον φίλο του Άλκη, που πήγε να ξεφύγει». «Εκείνη την ώρα δέχθηκα χτύπημα με ξύλο, από κάποιο άτομο που ήταν πάνω στα σκαλιά», πρόσθεσε.
Για το χτύπημα στον Άλκη, ανέφερε ότι το κατάφερε την ώρα που ο 19χρονος πήγε κι αυτός να ξεφύγει. «Δεν σημάδευα κάπου. Εκεί που πήγε να πηδήξει το τοιχάκι δέχθηκε το χτύπημα. Πρόλαβα και είδα τα αίματα. Δεν ήξερα τι είχε συμβεί, ότι ήταν τόσο σοβαρή η κατάσταση», σημείωσε.
Αναιρώντας όσα είχε πει ανακριτικά στις δύο απολογίες του και απαντώντας πολλές φορές, με τη φράση «δεν ξέρω», έβγαλε από το «κάδρο» τους υπόλοιπους κατηγορούμενους. Μάλιστα, όταν η πρόεδρος του δικαστηρίου, απευθυνόμενη προς τον κατηγορούμενο παρατήρησε ότι «περιγράφετε λες και ήσασταν μόνο εσείς», εκείνος της απάντησε: «Δεν είδα τι έκαναν οι άλλοι. Άκουγα βαβούρα, φασαρία, δεν θυμάμαι ακριβώς. Εκείνη τη στιγμή επικρατούσε χάος, πανικός».
Εισαγγελέας: «Δεν σας πιστεύω»
Παίρνοντας τη «σκυτάλη», η εισαγγελέας της έδρας έδειξε να μην πείθεται από όσα ανέφερε ο νεαρός κατηγορούμενος. «Δεν μπορώ να σας πιστέψω γιατί αναιρούν όλα αυτά που είχατε πει», επισήμανε, ενώ σε άλλο σημείο, σχολιάζοντας τις προηγούμενες ανακριτικές του απολογίες, σημείωσε: «Έχουμε τρεις αλήθειες, ποια απ’ όλες να πιστέψουμε;». Επικαλούμενη δε, τις καταθέσεις μαρτύρων – ιατροδικαστών ότι το χτύπημα στη μηριαία αρτηρία μοιάζει να είναι συμβατό με «παγοκόφτη ή κατσαβίδι», η εισαγγελική λειτουργός τον ρώτησε, εάν είναι βέβαιος ότι το όπλο που χρησιμοποιήθηκε ήταν «το μαχαίρι χωρίς δοντάκια». «Συζήτησα όλες τις εκδοχές, είμαι σίγουρος», απάντησε εκείνος και πρόσθεσε ότι το πέταξε μετά το έγκλημα σε υπόνομο.