Στην Ελλάδα, από τα περίπου 70 είδη ερπετών που μπορεί να συναντήσει κανείς, μόνο 7 φέρουν δηλητήριο και είναι όλα τους είδη φιδιών. Τα 5 ανήκουν στην οικογένεια των Εχιδνιδών (Οχιές) και είναι σωληνόγλυφα με σχετικά ισχυρό δηλητήριο, ενώ τα υπόλοιπα 2 στις οικογένειες των Κολουβρίδων και των Ψαμμοφιίδων και είναι οπισθόγλυφα με ασθενές δηλητήριο, ουσιαστικά ακίνδυνα για τον άνθρωπο. Συνολικά στη χώρας μας υπάρχουν 23 διαφορετικά είδη φιδιών. Τα φίδια της οικογένειας των Εχιδνιδών (Viperidae) δεν απαντούν ποτέ όλα μαζί στο ίδιο μέρος, αλλά έχουν διαφορετική εξάπλωση ανά την ελληνική επικράτεια (βλ. εικόνα παρακάτω) και είναι τα εξής:
Οχιά – Vipera ammodytes
Οθωμανική Οχιά – Montivipera xanthina
Οχιά της Μήλου – Macrovipera schweizeri
Αστρίτης – Vipera berus
Οχιά της Πίνδου (Νανόχεντρα) – Vipera graeca
ενώ τα άλλα δύο δηλητηριώδη είδη, με ασθενές για εμάς δηλητήριο, είναι τα παρακάτω:
Από τα υπόλοιπα ερπετά κανένα άλλο δεν φέρει δηλητήριο, είτε πρόκειται για φίδι, σαύρα, χελώνα ή αμφίσβαινα και είναι όλα τους απολύτως ακίνδυνα για τον άνθρωπο.
*Μερικά αμφίβια στην χώρα μας αν χειριστούν βίαια εκκρίνουν ως άμυνα τοξικές ουσίες από αδένες που βρίσκονται στο δέρμα τους, όπως οι Σαλαμάνδρες και κάποιοι Φρύνοι. Οι ουσίες αυτές είναι ακίνδυνες για τον άνθρωπο όταν έρθουν σε επαφή με το δέρμα, αλλά μπορεί να προκαλέσουν κάποια συμπτώματα αν έρθουν σε επαφή με τα μάτια, με κάποια πληγή ή στην ακραία περίπτωση της κατάποσης.
Συμπτώματα
Τα πρώτα συμπτώματα μετά από ένα δηλητηριώδες δάγκωμα είναι πόνος και οίδημα στο σημείο της έγχυσης, εντός λίγων λεπτών. Στην συνέχεια και όσο ο χρόνος περνάει χωρίς τις πρώτες βοήθειες, το οίδημα αυξάνεται και εξαπλώνεται και στο υπόλοιπο δαγκωμένο μέλος, ενώ μέσα σε λίγες ώρες ενδέχεται να υπάρξουν και άλλα συμπτώματα (βλέπε άρθρο «Δηλητηριώδη δήγματα φιδιών» – περιοδικό “Ιατρικά Χρονικά” / ΠΡΟΣΟΧΗ: πολλά από τα συμπτώματα που αναφέρονται στο τεύχος είναι αποτέλεσμα πανικού ή/και λαθών κατά τις πρώτες βοήθειες και όχι επίδρασης του δηλητηρίου – διαβάστε προσεκτικά).
Πρώτες Βοήθειες
Αμέσως μετά από ένα δηλητηριώδες δάγκωμα οι κινήσεις που πρέπει να κάνετε (ή να μην κάνετε) είναι λίγες αλλά ουσιαστικές.
Μην πανικοβάλλεστε (πολύ σημαντικό). Ο πανικός χειροτερεύει την κατάσταση. Με τα σημερινά μέσα έχετε όλο το χρόνο μπροστά σας να επισκεφτείτε ένα νοσοκομείο, όπου κι αν βρίσκεστε στη χώρα, μέσα στις επόμενες ώρες, με ασφάλεια και χωρίς ρίσκο.
Αφαιρέστε όποιο αντικείμενο ή ύφασμα θα μπορούσε να σφίξει το μέλος όσο αυτό πρήζεται (π.χ. δαχτυλίδια, ρολόι, βραχιόλια, κτλ).
Κρατήστε το θύμα ακίνητο εάν δεν είναι απαραίτητη η μετακίνησή του. Κρατήστε το δαγκωμένο μέλος όσο το δυνατόν πιο ακίνητο. Με την ακινησία του δαγκωμένου μέλους καθυστερούμε την εξέλιξη των συμπτωμάτων.
Μην κόβετε ή σκίζετε το δέρμα για να ρουφήξετε το δηλητήριο. Όχι μόνο δεν ωφελεί σε τίποτα, αντιθέτως μάλιστα, το τραύμα και το σοκ που προκαλείται από την πράξη επιδεινώνουν την κατάσταση και τα συμπτώματα.
Μην προσπαθείτε να ρουφήξετε το δηλητήριο με το στόμα.
Μη δένετε το δαγκωμένο μέλος. Είναι πολύ σημαντικό να μην εμποδιστεί η κυκλοφορία του αίματος. Υπάρχει μεγάλος κίνδυνος δημιουργίας θρόμβων και νέκρωσης του άκρου. Το δηλητήριο εξαπλώνεται κυρίως μέσω της λέμφου, επομένως μία σφιχτή περίδεση που θα σταματούσε την κυκλοφορία του αίματος είναι ανώφελη και επικίνδυνη.
Μην τοποθετείτε πάγο στην περιοχή του τραύματος/δήγματος.
Μη δίνετε αλκοόλ στον ασθενή.
Μη χρησιμοποιείτε συσκευές άντλησης δηλητηρίου. Έχει αποδειχθεί σε σχετική έρευνα ότι δεν βοηθούν, αλλά ενδεχομένως και να επιδεινώνουν την κατάσταση τοπικά. Εν ολίγοις το πόρισμα της έρευνας είναι ότι οι αντλίες αυτού του τύπου δεν αντλούν περισσότερο από 1-2% του δηλητηρίου. Μάλιστα, σύμφωνα με γιατρούς, η άντληση πάνω στην περιοχή του δήγματος με αυτά τα σκευάσματα μπορεί να προκαλέσει βλάβες στο δέρμα και τον ιστό της περιοχής και να επιδεινώσει την κατάσταση.
Καλέστε το 166 ή το 112 αν το θύμα βρίσκεται μακριά από οδικό δίκτυο ή σε δύσβατη περιοχή.
Μεταφέρετε τον ασθενή σε κοντινό νοσοκομείο με ψυχραιμία και ασφάλεια, αφού πρώτα έχετε ειδοποιήσει.
Μπορείτε να έχετε στο κιτ πρώτων βοηθειών σας αντιισταμινικά και κορτιζόνη για να τα χορηγήσετε στον ασθενή. Απευθυνθείτε στο γιατρό σας για τον τύπο και τις δοσολογίες που αντιστοιχούν στον καθένα.
Η χρήση αντιοφικού ορού στην ύπαιθρο δεν συνιστάται καθώς μπορεί να αποβεί πολύ επικίνδυνη (αλλεργικό σοκ). Μόνο οι ειδικοί γιατροί μπορούν να κρίνουν και να αποφασίσουν για τη χρήση του ορού, η οποία γίνεται μόνο σε νοσοκομεία και μόνο σε κρίσιμες περιπτώσεις. Συνήθως ακολουθείται συμπτωματική αγωγή με χορήγηση αντιβιοτικών και άλλων φαρμάκων, κάτι που μόνο οι γιατροί μπορούν να κρίνουν, επίσης. Τα συμπτώματα υποχωρούν μετά την κατάλληλη ιατρική αγωγή.
Πόσο επικίνδυνα είναι τα δηλητηριώδη φίδια της Ελλάδας;
Πολλοί είναι οι μύθοι που ακούγονται γύρω από την επικινδυνότητα των δηλητηριωδών φιδιών και πως ένα δάγκωμα Οχιάς μπορεί να σκοτώσει έναν άνθρωπο μέσα σε λίγα λεπτά. Φυσικά κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει στην περίπτωση των εντόπιων φιδιών.
Η επικινδυνότητα ενός δαγκώματος με έγχυση εξαρτάται από την ισχύ και την τοξικότητα του δηλητηρίου καθώς και από τη συγκέντρωση αυτού στο σώμα του θύματος. Επομένως, η ποσότητα του δηλητηρίου αλλά και το βάρος και η ηλικία του θύματος αποτελούν σημαντικούς παράγοντες (η ποσότητα εξαρτάται από το είδος και το μέγεθος του φιδιού, αλλά ελέγχεται και από το ίδιο το φίδι).
Στο ενδεχόμενο δαγκώματος από οποιαδήποτε Έχιδνίδα της χώρας μας και εφόσον έχει γίνει έγχυση δηλητηρίου από το φίδι, το άτομο που δέχθηκε το δάγκωμα κινδυνεύει να νοσήσει σοβαρά, μόνο στην περίπτωση που αυτό δεν διακομιστεί σε κάποιο νοσοκομείο για τις πρώτες βοήθειες εντός των επομένων ωρών, αλλά αντί αυτού αποφύγει την νοσηλεία ή/και χρησιμοποιήσει «γιατροσόφια» και μη έγκυρες τεχνικές θεραπείας. Σε μία τέτοια περίπτωση μη-νοσηλείας σαν την τελευταία, η υγεία του ατόμου διατρέχει κίνδυνο και υπάρχουν πιθανότητες ο ασθενής να χάσει μέχρι και τη ζωή του στα επόμενα εικοσιτετράωρα.
Οι Οχιές είναι αργά φίδια, γι’αυτό και αν νιώσουν απειλή η πρώτη τους αντίδραση είναι να μείνουν ακίνητες προσπαθώντας έτσι να μη γίνουν αντιληπτές. Εάν νιώσουν πως έγιναν αντιληπτές θα προσπαθήσουν να απομακρυνθούν όσο το δυνατόν γρηγορότερα για να αποφύγουν τον κίνδυνο. Στην περίπτωση που τις πλησιάσει κάποιος αρκετά αρχίζουν να συρίζουν δυνατά (συριγμός) και κουλουριάζονται σε θέση άμυνας, έχοντας στραμμένο το κεφάλι τους προς την απειλή, είτε πρόκειται για άνθρωπο, είτε ζώο, προειδοποιώντας και είναι έτοιμες να χρησιμοποιήσουν την έσχατη άμυνά τους, το δάγκωμα, εάν τις πλησιάσουν σε απόσταση λιγότερη του μισού μέτρου. Παρά τους μύθους που κυκλοφορούν, οι Οχιές δεν θα επιτεθούν ποτέ εάν κάποιος δεν τις αρπάξει ή έρθει τόσο κοντά, εάν δεν νιώσουν δηλαδή άμεση απειλή για την ζωή τους. Ακόμα όμως και σε αυτή την περίπτωση που κάποιος θα τις πλησιάσει στην επικίνδυνη απόσταση των μερικών 10άδων εκατοστών, οι Οχιές, κατά μεγάλο ποσοστό των πιθανοτήτων, θα δαγκώσουν «στεγνά», δηλαδή χωρίς έγχυση δηλητηρίου, ως προειδοποίηση και μόνο.
Από τα 5 είδη Οχιάς της χώρας μας η Οχιά της Πίνδου (ή αλλιώς Νανόχεντρα – Vipera graeca) φέρει το πιο ασθενές δηλητήριο, που σε συνδυασμό με το μικρό του μεγέθους της καθίσταται η λιγότερο επικίνδυνη Οχιά. Παρ’όλα αυτά, ένα δάγκωμα της συνιστάται να αντιμετωπιστεί με τον ίδιο τρόπο, δηλαδή με ιατρική περίθαλψη σε κέντρο πρώτων βοηθειών.
Εξάπλωση και των πέντε ειδών οχιάς που απαντούν στην Ελλάδα. Κλικ στην εικόνα για μεγέθυνση (Εικόνα: Konstantinos Kalaentzis).
Τα υπόλοιπα 2 είδη δηλητηριωδών φιδιών της οικογένειας των Κολουβρίδων (Colubridae), φέρουν ασθενές δηλητήριο, που σε συνδυασμό με την θέση που έχουν στην στοματική κοιλότητα τα δόντια που το εκχέουν, καθίστανται ακίνδυνα για τον άνθρωπο, ανίκανα να προκαλέσουν σοβαρές βλάβες στον οργανισμό, ακόμα και αν καταφέρουν έγχυση. Ανάμεσα στα δύο αυτά φίδια, το Αγιόφιδο φέρει το πιο ασθενές δηλητήριο αλλά είναι και το λιγότερο επιθετικό αν πιαστεί, που σημαίνει ότι πολύ σπάνια θα δαγκώσει, ενώ ο Σαπίτης διακρίνεται από σθεναρή άμυνα αν πιαστεί ή απειληθεί και το δηλητήριο ενός μεγάλου ατόμου (μεγάλη ποσότητα δηλητηρίου) μπορεί να προκαλέσει πόνο, τοπικό πρήξιμο και ίσως κάποια άλλα ελάσσονα συμπτώματα σε ευαίσθητα άτομα. Τα συμπτώματα αυτά συνήθως υποχωρούν μετά από μερικές ώρες, χωρίς ιατρική αγωγή. Από τα δύο αυτά οπισθόγλυφα είδη δεν έχει καταγραφεί ποτέ κάποια περίπτωση που να χρήζει νοσοκομειακής εισαγωγής.