Έως και 55 εκατομμύρια προβλεπόμενες περιπτώσεις άνοιας παγκοσμίως έως το 2050 θα μπορούσαν να καθυστερήσουν ή να αποφευχθούν, αναφέρουν η Πανελλήνια Ομοσπονδία Νόσου Alzheimer και Συναφών Διαταραχών και η Παγκόσμια Εταιρεία Νόσου Alzheimer (ADI), με αφορμή τον Παγκόσμιο Μήνα Νόσου Alzheimer, σημειώνοντας ότι η μείωση του κινδύνου παραμένει το μόνο αποδεδειγμένο εργαλείο πρόληψης. Παράλληλα επισημαίνουν ότι μέχρι το 2050 προβλέπεται να ζουν 298.617 άτομα με άνοια στην Ελλάδα και ότι και 119.446 περιπτώσεις από αυτές ή το 40% των προβλεπόμενων περιπτώσεων άνοιας θα μπορούσαν να καθυστερήσουν ή ενδεχομένως ακόμη και να αποφευχθούν αντιμετωπίζοντας μόνο 12 παράγοντες κινδύνου. Στους παράγοντες κινδύνου περιλαμβάνονται το κάπνισμα, η υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ, η σωματική αδράνεια, η σπάνια κοινωνική επαφή, οι τραυματισμοί στο κεφάλι και καταστάσεις όπως ο διαβήτης, η απώλεια ακοής, η κατάθλιψη, η παχυσαρκία, η υπέρταση, η ατμοσφαιρική ρύπανση και η περιορισμένη πρόσβαση στην προσχολική εκπαίδευση.
Η Πανελλήνια Ομοσπονδία Νόσου Alzheimer και Συναφών Διαταραχών και η ADI καλούν την Πολιτεία να χρηματοδοτήσει επειγόντως την έρευνα για τη μείωση του κινδύνου, την εκπαίδευση και υπηρεσίες υποστήριξης, για να καθυστερήσουν ή να αποτρέψουν έως και 55 εκατομμύρια από τις παγκόσμια προβλεπόμενες 139 εκατομμύρια περιπτώσεις άνοιας έως το 2050, που ισοδυναμεί με 119.446 περιπτώσεις στην Ελλάδα.
Πρόοδοι στην ανάπτυξη φαρμάκων για την άνοια – Γιατί δεν μπορούμε να περιμένουμε;
Φέτος έχει σημειωθεί πρόοδος στις πιθανές φαρμακευτικές θεραπείες για την άνοια που έχει φέρει ελπίδα σε πολλούς ανθρώπους που ζουν με άνοια και στους περιθάλποντές τους. Ωστόσο, αυτές οι θεραπείες μπορεί να μην είναι κατάλληλες ή διαθέσιμες για κάθε άτομο που ζει με άνοια.
H πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Νόσου Alzheimer και Συναφών Διαταραχών Μάγδα Τσολάκη, τονίζει ότι «παρόλη την ελπίδα που δημιουργούν τα υπό έγκριση νέα φάρμακα, αυτά απευθύνονται σε άτομα με ήπια νοητική διαταραχή και ήπια άνοια, καθυστερώντας την εξέλιξη της νόσου και δεν αποτελούν θεραπεία της. Ακόμα όμως κι αν στο μέλλον βρεθεί το φάρμακο που θα θεραπεύει τη νόσο, πάντοτε η πρόληψη θα είναι το σημαντικότερό μας εργαλείο, ώστε να μην νοσήσουμε και να χρειαστούμε φαρμακευτική αγωγή».
Μόνο 40 κυβερνήσεις παγκοσμίως έχουν αναπτύξει μέχρι στιγμής εθνικά σχέδια για την άνοια, με ακόμη λιγότερες από αυτές να περιλαμβάνουν στρατηγικές μείωσης του κινδύνου. Ως αποτέλεσμα, οι κυβερνήσεις χάνουν ένα ζωτικό εργαλείο για την καθυστέρηση ή την πρόληψη μελλοντικών υποθέσεων.
Κουβαλώντας το φορτίο μόνος – Η ανάγκη για επείγουσες κρατικές επενδύσεις
Αν και τα άτομα μπορούν να εφαρμόσουν αλλαγές στον τρόπο ζωής τους για να μειώσουν τον κίνδυνο εμφάνισης άνοιας ή να επιβραδύνουν την πρόοδο της άνοιας, η Πολιτεία έχει να διαδραματίσει σαφή ρόλο στη μείωση του κοινωνικού κινδύνου, σημειώνει η κ. Τσολάκη.
Παράλληλα τονίζει ότι είναι σαφής η επείγουσα ανάγκη για ανάμειξη της Πολιτείας ως απάντηση στα αυξανόμενα κρούσματα άνοιας.
«Ήδη στο Εθνικό Στρατηγικό Σχέδιο για την άνοια- Alzheimer, το οποίο εγκρίθηκε από την ελληνική κυβέρνηση το 2016, περιλαμβάνονται δράσεις πρόληψης που αφορούν στην ενημέρωση και εκπαίδευση του πληθυσμού σχετικά με τις μεθόδους πρόληψης της άνοιας, καθώς και τον σχεδιασμό και την εφαρμογή σχετικών προληπτικών προγραμμάτων. Φυσικά υπάρχει χώρος και ανάγκη να ενισχυθούν και να επεκταθούν οι δράσεις πρόληψης με τη δημιουργία κι άλλων κρατικών δομών που θα προσφέρουν δωρεάν υπηρεσίες πρόληψης, έγκαιρης διάγνωσης, παρακολούθησης θεραπευτικών προγραμμάτων και προγραμμάτων υποστήριξης των περιθαλπόντων. Από τις αναφορές μας στο υπουργείο Υγείας για τα 3 Κέντρα Ημέρας της Alzheimer Hellas, το 50% των ωφελούμενων παρακολουθούν προγράμματα για προληπτικούς λόγους, ενώ το άλλο 50% μέσω της συμμετοχής του στα προγράμματα που προσφέρονται επιδιώκει τη διατήρηση των νοητικών του λειτουργιών για όσο μεγαλύτερο διάστημα είναι δυνατόν για τον καθένα ξεχωριστά» προσθέτει η κ. Τσολάκη.
Η χρηματοδότηση τέτοιων πρωτοβουλιών μπορεί ακόμη και να διασταυρωθεί με άλλους στόχους της Πολιτείας, όπως η μείωση των ποσοστών καπνίσματος και παχυσαρκίας, η αντιμετώπιση ζητημάτων ψυχικής υγείας όπως η κατάθλιψη ή η βελτίωση της πρόσβασης σε ακουστικά βαρηκοΐας, η χρήση των οποίων έχει αποδειχθεί ότι επιβραδύνει την νοητική έκπτωση σε όσους αντιμετωπίζουν απώλεια ακοής.