«Αν η βύθιση του αγκυροβολημένου δεξαμενόπλοιου Αγία Ζώνη ΙΙ, αρχικά, είχε χαρακτηριστικά ενός ναυτικού ατυχήματος, μικρής κλίμακας, δυστυχώς σήμερα τείνει να λάβει πολύ σοβαρότερες διαστάσεις πλήττοντας σημαντικά μεγάλο μέρος του θαλάσσιου περιβάλλοντος, του Σαρωνικού κόλπου», αναφέρει σε ανακοίνωσή του ο Σύλλογος Ερευνητών του Ελληνικού Κέντρου Θαλασσίων Ερευνών (ΕΛΚΕΘΕ).
Όπως υπογραμμίζουν οι ερευνητές, «αυτό που προέχει σήμερα είναι η αποτελεσματική αντιμετώπιση της εκτεταμένης θαλάσσιας ρύπανσης που πλήττει μεγάλο μήκος της ακτογραμμής του Σαρωνικού καθώς και η υπεύθυνη ενημέρωση των πολιτών ενόψει μάλιστα και της αύξησης της θερμοκρασίας που προμηνύεται για τις επόμενες μέρες».
Μάλιστα, επισημαίνουν ότι «είμαστε σε κάθε περίπτωση σε πλήρη ετοιμότητα να παράσχουμε τις υπηρεσίες μας τόσο στην αντιμετώπιση της θαλάσσιας ρύπανσης που έχει προκληθεί όσο και στην έγκυρη αποτύπωση της πραγματικής κατάστασης του θαλάσσιου οικοσυστήματος που έχει προσβληθεί. Το πράττουμε ήδη».
Ταυτόχρονα, απαιτούν από την Πολιτεία «να διερευνήσει σε βάθος τα αίτια του ατυχήματος και τις ολιγωρίες ή αστοχίες στην αντιμετώπιση της θαλάσσιας ρύπανσης που ακολούθησε, και η οποία συνεχίζεται μέχρι και σήμερα».
Καταλήγοντας οι ερευνητές του ΕΛΚΕΘΕ επισημαίνουν ότι «θα πρέπει όλοι να αντιληφθούμε ότι η προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος, ειδικά μάλιστα σε ευαίσθητες περιοχές, όπως αυτή του Σαρωνικού Κόλπου, που δέχονται μεγάλες ανθρωπογενείς πιέσεις, με συνεχείς διελεύσεις πλοίων αποτελεί αδήριτη ανάγκη για το κοινωνικό σύνολο».
Οι μετρήσεις του Ελληνικού Κέντρου Θαλασσίων Ερευνών, προκειμένου να διαπιστωθούν τόσο οι βραχυπρόθεσμες όσο και οι μακροπρόθεσμες συνέπειες στον κόλπο του Σαρωνικού για την έκταση και το βάθος της ρύπανσης ξεκινούν τη Δευτέρα, με μία πρώτη δειγματοληψία από περιοχές οι οποίες έχουν επηρεαστεί.
«Θα επικεντρωθούμε περισσότερο στο θέμα των επιπτώσεων και στο αν τίθεται κάποιο ζήτημα για το οικοσύστημα και για τους ανθρώπους στις περιοχές αυτές. Θα πάρουμε δείγματα νερού, θα πάρουμε ιζήματα, θα μελετήσουμε τους οργανισμούς, θα πέσουν και δύτες για να δουν τι γίνεται στο βυθό, δηλαδή θα κάνουμε τις αναλύσεις που πρέπει να κάνουμε για να δούμε πόσο έχει επιβαρυνθεί το περιβάλλον και σε ποια σημεία έχει επιβαρυνθεί, να δούμε αν τα μέτρα που έχουν ληφθεί έχουν αποδώσει και να προτείνουμε κάποια άλλη αντιμετώπιση αν δεν έχουν αποδώσει, αλλά αυτό είναι κάτι το οποίο θα δούμε στην πορεία», εξηγεί μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Γιάννης Χατζηανέστης, διευθυντής ερευνών του Ινστιτούτου Ωκεανογραφίας του Ελληνικού Κέντρου Θαλάσσιων Ερευνών, ο οποίος χειρίζεται το ζήτημα.
Ο πολύ κρίσιμος, αλλά άγνωστος τουλάχιστον για την ώρα, παράγοντας για την εξαγωγή συμπερασμάτων σε σχέση με τις επιπτώσεις είναι η ποσότητα του πετρελαίου που έχει χυθεί στη θάλασσα. Οι συνέπειες ανάλογα με την ποσότητα μπορεί να είναι από άμεσες και σε αυτή την περίπτωση η αντιμετώπιση τους θα είναι πιο εύκολη, μέχρι μακροπρόθεσμες, οπότε πιθανώς να κριθεί απαραίτητη η λήψη μέτρων.
«Βραχυπρόθεσμες επιπτώσεις στα σημεία που έχουν πληγεί κατευθείαν από την πετρελαιοκηλίδα όπου πιθανότατα υπάρχουν πολύ αυξημένες συγκεντρώσεις υδρογονανθράκων σημαίνει ότι θα έχουμε καταστροφή των θαλάσσιων οργανισμών, διατάραξη του οικοσυστήματος, και ίσως ανοξία. Είναι πιθανόν να υπάρχουν διάφορες παρενέργειες, ανάλογα με την ποσότητα του πετρελαίου που έχει διαρρεύσει. Υπάρχουν και πιο μακροπρόθεσμες επιπτώσεις οι οποίες θα προκληθούν αν κάποιοι από τους υδρογονάνθρακες φτάσουν στο θαλάσσιο ρήγμα, δηλαδή στον πυθμένα. Αν γίνει αυτό θα επηρεαστεί το οικοσύστημα του πυθμένα και μέσω αυτού υπάρχει περίπτωση να περάσουν και στην τροφική αλυσίδα», υπογραμμίζει ο κ. Χατζηανέστης.
Με τις φυσικές διαδικασίες καθαρισμού της θάλασσας οι υδρογονάνθρακες διασπώνται ακόμα και αν κανένας δεν κάνει τίποτε, καταλήγει ο κ. Χατζηανέστης. Επομένως, μοιραία θα διασπαστούν τους επόμενους 3-4 μήνες σε ποσοστό περίπου 75%. Ωστόσο, ένα 25% μπορεί να φτάσει στα ιζήματα, όπου οι διαδικασίες φυσικού καθαρισμού δεν λειτουργούν, άρα οι ουσίες αυτές θα παραμείνουν εκεί για πολλά χρόνια, διαταράσσοντας το οικοσύστημα.
Σε σχέση με το αν είναι ασφαλές οι πολίτες να κολυμπήσουν στις περιοχές αυτές, ο κ. Χατζηανέστης λέει ότι αν διά γυμνού οφθαλμού δεν είναι φανερή η ρύπανση, αν δηλαδή δεν υπάρχει πετρέλαιο στην επιφάνεια του νερού ή αν το νερό δεν ιριδίζει τότε είναι ασφαλές το κολύμπι.
Όχι κολύμπι στις περιοχές που έχουν μολυνθεί
Να αποφεύγουν την κολύμβηση σε περιοχές που έχουν μολυνθεί από την πετρελαιοκηλίδα συστήνει ο καθηγητής Δερματολογίας Δημήτρης Ρηγόπουλος. Ο δ/της του αντίστοιχου τμήματος στο νοσοκομείο «Α.Συγγρός» λέει στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων ότι «είναι αυτονόητο πως θα πρέπει να μην κολυμπήσει κανείς στις περιοχές που έχουν μολυνθεί, έως ότου υπάρξει πλήρης απορρύπανση, διαδικασία για την οποία μπορεί να απαιτηθεί πολύς χρόνος, όπως εκτιμούν και οι περιβαλλοντολόγοι».
Ο κ. Ρηγόπουλος εξηγεί πως «δεν υπάρχει διαδερμική απορρόφηση του μαζούτ. Αυτό σημαίνει ότι οι επικίνδυνες ουσίες δεν περνούν από το δέρμα στον οργανισμό. Όμως θα πρέπει να αποφεύγεται η εισπνοή και η από λάθος κατάποση του μολυσμένου νερού» διαπίστωση που αυτόματα οδηγεί στο συμπέρασμα ότι θα πρέπει να αποφύγει κάποιος την κολύμβηση. «Κανένας σώφρων άνθρωπος δεν θα πάει να μπει στη θάλασσα αυτή», εκτιμά ο καθηγητής δερματολογίας.
Ένα άλλο ζήτημα με το οποίο θα πρέπει να είναι προσεκτικοί οι πολίτες αλλά και όσοι επιχειρούν για την απορρύπανση της περιοχής, αφορά στα καθαριστικά που θα χρησιμοποιηθούν για να φύγει η πίσσα από το δέρμα.
Όπως λέει ο κ. Ρηγόπουλος συχνά «έχουν παρατηρηθεί εγκαύματα ή δερματίτιδες από τα διαλυτικά που χρησιμοποιούνται για την απομάκρυνση του μαζούτ από το δέρμα. Συχνά χρησιμοποιείται βενζίνη γι αυτό. Τα διαλυτικά δεν είναι απορροφήσιμα από το δέρμα, αλλά δρουν διαφορετικά σε κάθε άνθρωπο, οπότε χρειάζεται μεγάλη προσοχή και συμβουλή ειδικού».
Να αποφευχθεί η κολύμβηση και η έκθεση σε περιοχές που έχουν μολυνθεί από την πετρελαιοκηλίδα, συνιστά και το ΚΕΕΛΠΝΟ με χθεσινή ανακοίνωση του. Συγκεκριμένα αναφέρει πως κλιμάκιο του Κέντρου πραγματοποίησε αυτοψία στις παράκτιες περιοχές της Πειραϊκής, του Παλαιού Φαλήρου, της Γλυφάδας και της Βούλας, για να αξιολογήσει το πρόβλημα της ρύπανσης που έχει προκληθεί και να διερευνήσει τις πιθανές επιπτώσεις στη Δημόσια Υγεία. «Συνιστάται από το κλιμάκιο, σε πρώτο χρόνο, η αποφυγή της κολύμβησης και η έκθεση σε περιοχές με ρύπανση», καταλήγει η σύντομη ανακοίνωση.