Δεν ζητάμε κανένα νέο μέτρο, πέραν από αυτά που περιλαμβάνονται στο πρόγραμμα, ξεκαθάρισε την Πέμπτη η γενική διευθύντρια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, Κριστίν Λαγκάρντ. Η Ελλάδα έχει κάνει πολλή δουλειά και οι Έλληνες κατέβαλαν τεράστιες προσπάθειες, δήλωσε η επικεφαλής του Ταμείου, σε συνέντευξη Τύπου που έδωσε στο πλαίσιο της ετήσιας συνόδου του Ταμείου και της Παγκόσμιας Τράπεζας. Είναι πολύ εντυπωσιακό, πρόσθεσε.
Η Λαγκάρντ είπε ότι το Ταμείο δεν ζητά νέα μέτρα, αλλά την εφαρμογή αυτών που συμφωνήθηκαν, ενώ τόνισε ότι επιμένει στο θέμα της ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους, για το οποίο συνεχίζει τη συζήτηση με την Ευρώπη.
Σχετικά με τη σχεδιαζόμενη μετεξέλιξη του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας σε Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο, η Λαγκάρντ είπε ότι η συνεργασία του με το ΔΝΤ θα συνεχισθεί.
Για την αποχώρηση του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε από τη θέση του υπουργού Οικονομικών της Γερμανίας, η επικεφαλής του ΔΝΤ εξήρε τη συμβολή του στην πρόοδο της Ευρωζώνης, αν και -όπως είπε- δεν συμφωνούσαν πάντοτε, προσθέτοντας πως αυτοί που ασκούν κριτική πρέπει να ξέρουν ότι τις κρίσιμες στιγμές κράτησε την Ευρωζώνη ενωμένη και εστιασμένη στον στόχο.
«Δεν συμφωνούμε σε όλα, αλλά μια Ενωση που προσπαθεί να γίνει πολιτική Ενωση, χρειάζεται αυτή τη δύναμη και την αποφασιστικότητα», συμπλήρωσε.
Αναφερόμενη γενικότερα στην Ευρώπη, η κα Λαγκάρντ τόνισε ότι δεν έχει κανένα φόβο, αλλά προσδοκίες, κάνοντας λόγο για απαραίτητη συνεργασία των ευρωπαϊκών κρατών με το ΔΝΤ, η οποία θα συνεχιστεί με τρόπο που θα αποφασίσουν οι Ευρωπαίοι.
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο διευκρίνισε, παραπέμποντας τους δημοσιογράφους στην έκθεση του περασμένου καλοκαιριού, ότι δεν ζητά από την ελληνική κυβέρνηση λήψη νέων μέτρων, για να καλυφθεί το δημοσιονομικό κενό, που προκύπτει από τη διαφορά του με τους Ευρωπαίους, ως προς το ποσοστό του πρωτογενούς πλεονάσματος. Ως γνωστόν, το ΔΝΤ ζητά πρωτογενές πλεόνασμα 2,2% του ΑΕΠ για το 2018 και οι Ευρωπαίοι 3,5% του ΑΕΠ, με αποτέλεσμα στα χαρτιά να προκύπτει η ανάγκη για μέτρα ύψους 2,4 δισ. ευρώ.
Στην ουσία το ταμείο προβλέπει για απόκλιση ύψους 2,3 δισ. ευρώ στα εκτιμώμενα έσοδα για το 2018 καθώς εκτιμά ότι ο στόχος που τίθεται για το επόμενο έτος και αφορά πρωτογενές πλεόνασμα της τάξεως του 3,5% δεν θα επιτευχθεί.
Οι προβλέψεις αυτές είναι ίδιες με εκείνες που είχε ανακοινώσει το ΔΝΤ τον Ιούλιο με την έκθεση για την κατ’ αρχή συμμετοχή του στο ελληνικό πρόγραμμα (Stand -By Arrangement), περιγράφοντας ένα δημοσιονομικό κενό της τάξεως των 2,3 δισεκατομμυρίων ευρώ. Η πρόβλεψη αυτή του ταμείου, εφόσον επιβεβαιωθεί, πιθανόν να οδηγήσει σε επίσπευση του χρόνου υλοποίησης των μέτρων που ήδη έχουν νομοθετηθεί.
Σύμφωνα με πληροφορίες που μεταδίδει το ΑΠΕ, το Ταμείο θύμισε στους Έλληνες δημοσιογράφους μία παράγραφο που περιλαμβάνεται στην έκθεσή του περασμένου Ιουλίου σύμφωνα με την οποία το θέμα αυτό ξεκαθαρίστηκε το καλοκαίρι και υπήρχε συμφωνία και των ελληνικών αρχών. Στην περίπτωση κατά την οποία η Ελλάδα εκπληρώσει πλήρως τις πολιτικές δεσμεύσεις της (εννοεί τις μεταρρυθμίσεις) και επιτύχει το δημοσιονομικό στόχο του Ταμείου (πρωτογενές πλεόνασμα 2,2% του ΑΕΠ), και την ίδια στιγμή αποτύχει στους στόχους του προγράμματος του ESM (που προβλέπει πλεόνασμα 3,5%), τότε οι Ευρωπαίοι έχουν συμφωνήσει ότι η πρόσβαση της Ελλάδος στις δόσεις του ESM θα συνεχιστεί και ότι οι στόχοι του προγράμματος του ESM θα επανεξεταστούν.
Σύμφωνα με τη σχετική παράγραφο: Ο στόχος για το πρωτογενές πλεόνασμα για φέτος έχει συμφωνηθεί στο 1,8% του ΑΕΠ. Θα υποστηριχθεί από τις ήδη υπάρχουσες θεσμοθετημένες μεταρρυθμίσεις στο συνταξιοδοτικό, το ΦΠΑ, και το φορολογικό. Ο στόχος για το πρωτογενές πλεόνασμα της επόμενης χρονιάς έχει οριστεί στο 2,2% του ΑΕΠ (που θα ενισχυθεί) μέσω των επιπλέον αποταμιεύσεων που θα προκύψουν από την συνεχιζόμενη μεταρρύθμιση στο συνταξιοδοτικό και νέων θεσμοθετημένων μέτρων που θα εξορθολογίσουν τα περιττά κοινωνικά προγράμματα.
Το 2016, το πρωτογενές πλεόνασμα διαμορφώθηκε στο 4,2% του ΑΕΠ.
Το Ταμείο προβλέπει ότι τα έσοδα της γενικής κυβέρνησης ως ποσοστό στο ΑΕΠ θα μειωθούν φέτος στο 48,6% από 50,0% πέρυσι και περαιτέρω στο 46,9% το 2018. Προβλέπει, επίσης, ότι τα έσοδα θα συνεχίσουν να μειώνονται τα επόμενα χρόνια, φθάνοντας στο 45,1% το 2022. Για τις δαπάνες της γενικής κυβέρνησης, το ΔΝΤ προβλέπει μία αύξησή τους φέτος στο 50,3% του ΑΕΠ από 49,0% πέρυσι, ενώ για το 2018 προβλέπει τη μείωσή τους στο 48%. Η πτωτική τους τάση εκτιμάται ότι θα συνεχισθεί και τα επόμενα χρόνια έως το 2021, όταν θα διαμορφωθούν στο 45,4% του ΑΕΠ, επίπεδο κοντά στο οποίο θα παραμείνουν και το 2022 (45,5%).
Για το χρέος της γενικής κυβέρνησης (gross debt), το ΔΝΤ προβλέπει μείωσή του φέτος στο 180,2% του ΑΕΠ από 181,6% το 2016. Για το 2018 εκτιμά ότι θα υπάρξει νέα άνοδος στο 184,5%, ενώ από το 2019 προβλέπει μία σταδιακή πτώση του για να φθάσει στο 161,2% του ΑΕΠ το 2022.