Η Ελλάδα θα εξέλθει από την περίοδο των προγραμμάτων έχοντας εξαλείψει σε μεγάλο βαθμό τις μακροοικονομικές ανισορροπίες, σημειώνει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο σε ανακοίνωσή του με τα συμπεράσματα από την επίσκεψη στελεχών του στην Ελλάδα, στο πλαίσιο του άρθρου IV.«Ορισμένες σημαντικές μεταρρυθμίσεις έχουν εφαρμοσθεί, η ανεργία μειώνεται (αν και είναι ακόμη πολύ υψηλή) και η πρόσφατη συμφωνία για το πακέτο ελάφρυνσης του χρέους θα διασφαλίσει τη μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα», αναφέρει, προσθέτοντας: «Σημαντικά κατάλοιπα, όμως, της κρίσης και η μη ολοκληρωμένη μεταρρυθμιστική ατζέντα εξακολουθούν να εμποδίζουν μία ταχύτερη ανάπτυξη, ενώ η συμμετοχή στη νομισματική ένωση και οι στόχοι για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα περιορίζουν τις επιλογές της πολιτικής. Η ενίσχυση της ανάπτυξης και του βιοτικού επιπέδου θα εξαρτηθεί, συνεπώς, από τη βελτίωση του μείγματος της δημοσιονομικής πολιτικής, την αποκατάσταση των ισολογισμών του χρηματοπιστωτικού τομέα, την περαιτέρω απελευθέρωση της αγοράς προϊόντων και της αγοράς εργασίας και την ενίσχυση της αποδοτικότητας και της διακυβέρνησης του δημόσιου τομέα».
Ο εκπρόσωπος του Ταμείου, επικεφαλής του ελληνικού κλιμακίου, Peter Dohlman (Πίτερ Ντόλμαν) δήλωσε σε δημοσιογράφους ότι η ανάλυση της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους που συνοδεύει τις εκθέσεις του άρθρου 4 θα εγκριθεί πρώτα από το διοικητικό συμβούλιο του Ταμείου τέλος Ιουλίου και θα δημοσιευθεί κάποια στιγμή αρχές Αυγούστου.
Για τις συντάξεις επανέλαβε ότι είναι ένα πακέτο του 2019 που δεν είναι μόνο σημαντικό από μόνο του ως κίνηση πολιτικής αλλά και ως ένα μήνυμα για που θα στείλουν οι ελληνικές αρχές στις αγορές, για το που θα κατευθυνθούν μετά το μνημόνιο σε σχέση με τα συμφωνηθέντα.
Σε ερώτημα για το αν θα μπορέσει να υποκαταστήσει με άλλα μέτρα την δέσμευση για εύρεση 1% του ΑΕΠ περικοπών δαπανών το 2019 απάντησε ότι δεν υπάρχει αλλαγή στην πρόβλεψη για το 3,5% του ΑΕΠ πρωτογενές πλεόνασμα. “Οι ελληνικές αρχές απάντησαν πάντως σε εμάς ότι είναι δεσμευμένες στο να εφαρμόσουν το μέτρο των περικοπών των συντάξεων”.
Μικρότερα πρωτογενή πλεονάσματα για τον Προϋπολογισμό και υποχώρηση του ρυθμού ανάπτυξης στο 1% “βλέπει” μακροπρόθεσμα το ΔΝΤ
Μικρότερα πρωτογενή πλεονάσματα για τον Προϋπολογισμό και υποχώρηση του ρυθμού ανάπτυξης στο 1% βλέπει μακροπρόθεσμα το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Σε συνέντευξη τύπου που παρεχώρησε στην Αθήνα ο επικεφαλής της αποστολής του ΔΝΤ, Peter Dohlman, υποστήριξε ότι οι βασικές παραδοχές που έχει θέσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην ανάλυση της για την Έκθεση Βιωσιμότητας του Δημόσιου Χρέους μακροπρόθεσμα είναι ιδιαίτερα φιλόδοξες. Ιδιαίτερα μάλιστα αν ληφθούν υπόψη οι αρνητικές συνέπειες που θα έχει η γήρανση του πληθυσμού στους ρυθμούς ανάπτυξης της χώρας. Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά μόνο ελάχιστες χώρες έχουν κατορθώσει να διατηρήσουν πρωτογενές πλεόνασμα της τάξεως του 1,5% στον Προϋπολογισμό επί μία δεκαετία, ενώ η απόφαση του Eurogroup δεσμεύει τη χώρα για διατήρηση πολύ υψηλότερου πλεονάσματος μετά το 2022 (2%).
Το ΔΝΤ εκτιμά ότι ο πήχης για το πρωτογενές πλεόνασμα θα πρέπει να υποχωρήσει στο 1,5%, στόχος που είναι συμβατός με τις αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας.
Όλα τα παραπάνω αναμένεται να ληφθούν υπόψη στην Έκθεση Βιωσιμότητας του Δημοσίου Χρέους του ΔΝΤ η οποία αναμένεται να δημοσιοποιηθεί την πρώτη εβδομάδα του Αυγούστου.
Αναφορικά με τους ελέγχους που θα πραγματοποιεί το ΔΝΤ στη χώρα μας μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος τον Αύγουστο, το στέλεχος του Ταμείου ξεκαθάρισε ότι αυτοί θα γίνονται δύο φορές το χρόνο, όπως προβλέπεται στους κανονισμούς του Ταμείου για χώρες που έχουν δανειστεί σημαντικά ποσά από αυτό. Ειδικά για την Ελλάδα το πλαίσιο της παρακολούθησης μετά το πρόγραμμα θα μπορούσε να αλλάξει στην περίπτωση που το χρέος της Ελλάδος στο ΔΝΤ περιοριστεί κάτω από τα περίπου 5 δισ. ευρώ.
Πάντως το ΔΝΤ φαίνεται να επιμένει για την υλοποίηση των μέτρων που ήδη έχουν ψηφιστεί, όπως μείωση των συντάξεων και του αφορολογήτου, για τα οποία οι ελληνικές αρχές έχουν διαβεβαιώσει ότι θα εφαρμοστούν.
Όπως εξήγησε το στέλεχος του Ταμείου, τα μέτρα αυτά είναι δημοσιονομικά ουδέτερα. Επομένως στην περίπτωση που κάποιο από τα δύο μέτρα δεν εφαρμοστεί η Κυβέρνηση θα πρέπει να το αντικαταστήσει με κάποιο ισοδύναμο προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5%.
Ειδικά για τις συντάξεις ανέφερε πως η μείωση 1% του ΑΕΠ που θα προκύψει από τον επανυπολογισμό θα χρηματοδοτήσει και τα θετικά μέτρα ύψους 1% του ΑΕΠ.
Για τα εργασιακά τόνισε ότι το ΔΝΤ αντιμετωπίζει με προβληματισμό την πρόθεση της κυβέρνησης για αλλαγές στις συλλογικές διαπραγματεύσεις.
Αναφερόμενος στους κινδύνους που διαβλέπει το ΔΝΤ μεσοπρόθεσμα, ανέφερε την αποσταθεροποίηση των αγορών (λόγω Ιταλίας), αλλά και αυτόν που σχετίζεται με την μεταρρυθμιστική κόπωση και με την υπαναχώρηση από τις μεταρρυθμίσεις λόγω του εκλογικού κύκλου.
Για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα ανέφερε πως πρέπει να υπάρξει ταχύτερη αποκλιμάκωση των κόκκινων δανείων.
Το στέλεχος του ΔΝΤ σημείωσε τέλος πως η Ελλάδα αντιμετωπίζει προκλήσεις και κινδύνους και πως θα πρέπει να επιδιώκει τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων.
«Καθώς εξέρχεται από την περίοδο των προγραμμάτων, η Ελλάδα θα πρέπει να διατηρήσει την δυναμική της και να συνεχίσει να επιδιώκει πολιτικές που στηρίζουν την ευημερία και την κοινωνική δικαιοσύνη», αναφέρει το Ταμείο. «Η Ελλάδα έχει φθάσει στο σημείο αυτό χάρη στις τεράστιες προσπάθειες κατά τη διάρκεια των προγραμμάτων προσαρμογής. Οι Ευρωπαίοι εταίροι έδειξαν τη στήριξή τους προσφέροντας και άλλα δάνεια και περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους. Η Ελλάδα θα πρέπει τώρα να εμπεδώσει και να διευρύνει την επιτυχία της, αντιμετωπίζοντας με επιτυχία τις εναπομένουσες προκλήσεις», προσθέτει.
Η ανάπτυξη επέστρεψε στην Ελλάδα, στην οποία πρέπει να πιστωθούν «η σημαντική δημοσιονομική προσαρμογή και προσαρμογή του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και η εφαρμογή ορισμένων βασικών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων τα τελευταία χρόνια», αναφέρει η έκθεση. Οι προσπάθειες αυτές, σε συνδυασμό με τη σημαντική ευρωπαϊκή στήριξη και ένα πιο ευνοϊκό εξωτερικό περιβάλλον, επέτρεψαν την επιστροφή στην ανάπτυξη, με το πραγματικό ΑΕΠ να αυξάνεται 1,4% το 2017 και να αναμένεται να αυξηθεί 2% φέτος και 2,4% το 2019, ενώ η ανεργία αναμένεται να μειωθεί από περίπου 20% φέτος στο 14% το 2023. «Οι εξωτερικοί και εγχώριοι κίνδυνοι είναι σημαντικοί, όπως η επιβράδυνση της ανάπτυξης των εμπορικών εταίρων, οι πιο σφιχτές χρηματοπιστωτικές συνθήκες, η περιφερειακή αστάθεια, το εγχώριο πολιτικό χρονοδιάγραμμα και η μεταρρυθμιστική κόπωση», σημειώνεται.
Όσον αφορά στο χρέος, το ΔΝΤ αναφέρει ότι η πρόσφατη συμφωνία για την ελάφρυνσή του έχει βελτιώσει σημαντικά τη βιωσιμότητά του μεσοπρόθεσμα, αλλά οι μακροπρόθεσμες προοπτικές παραμένουν αβέβαιες. Η επέκταση των ωριμάνσεων κατά 10 χρόνια και τα άλλα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους, σε συνδυασμό με ένα μεγάλο ταμειακό απόθεμα ασφαλείας, θα διασφαλίσουν μία σταθερή μείωση του χρέους και των ακαθάριστων δανειακών αναγκών μεσοπρόθεσμα και αυτό αναμένεται να βελτιώσει σημαντικά τις προοπτικές να αποκτήσει η Ελλάδα πρόσβαση σε χρηματοδότηση από την αγορά μεσοπρόθεσμα, σημειώνεται. Ωστόσο, το Ταμείο το απασχολεί, «ότι αυτή η βελτίωση στους δείκτες του χρέους μπορεί να διατηρηθεί μακροπρόθεσμα μόνο με βάση υποθέσεις που φαίνονται αισιόδοξες σχετικά με την αύξηση του ΑΕΠ και την ικανότητα της Ελλάδας να έχει μεγάλα πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα, υποδηλώνοντας ότι θα ήταν δύσκολο να διατηρήσει πρόσβαση στις αγορές μακροπρόθεσμα χωρίς περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους. Από την άποψη αυτή, τα στελέχη του Ταμείου καλωσορίζουν τη δέσμευση των Ευρωπαίων εταίρων να προσφέρουν πρόσθετη ελάφρυνση, αν χρειασθεί, αλλά πιστεύουν ότι είναι πολύ σημαντικό πως η όποια τέτοια πρόσθετη ελάφρυνση του χρέους εξαρτηθεί από ρεαλιστικές υποθέσεις, ιδιαίτερα σχετικά με την ικανότητα της Ελλάδα να διατηρεί εξαιρετικά μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα».
Όσον αφορά στις μεταρρυθμίσεις, το ΔΝΤ αναφέρει ότι αποτελεί προτεραιότητα μία φιλική προς την ανάπτυξη αλλαγή του μείγματος της δημοσιονομικής πολιτικής, αρχίζοντας με το ήδη νομοθετημένο δημοσιονομικό πακέτο για το 2019-2020. Το 2019, σημειώνει, η κυβέρνηση πρέπει να προχωρήσει τις προγραμματισμένες αυξήσεις στις στοχευμένες δαπάνες για κοινωνική στήριξη και επενδύσεις, που θα χρηματοδοτηθούν από τις εξοικονομήσεις στο συνταξιοδοτικό σύστημα. Για το 2020, η κυβέρνηση θα πρέπει να μειώσει τους υψηλούς φορολογικούς συντελεστές, διευρύνοντας παράλληλα τη βάση φορολογίας του εισοδήματος φυσικών προσώπων με ένα δημοσιονομικά ουδέτερο τρόπο. Σημειώνει, επίσης, ότι οι Αρχές θα πρέπει να είναι προσεκτικές στην υιοθέτηση μόνιμων επεκτατικών μέτρων, πέραν αυτών που έχουν ήδη νομοθετηθεί, για να αποφύγουν την υπονόμευση των δημοσιονομικών στόχων τους.
Για την αναζωογόνηση της δυνατότητας των τραπεζών να χορηγούν δάνεια, που είναι κρίσιμης σημασίας για τη στήριξη της οικονομίας, το Ταμείο αναφέρει ότι έχουν υιοθετηθεί σημαντικές μεταρρυθμίσεις, αλλά χρειάζονται περαιτέρω προσπάθειες στην εφαρμογή τους. Αναφορικά με τους ελέγχους στην κίνηση κεφαλαίων, το ΔΝΤ σημειώνει ότι πρέπει να αρθούν με συνετό τρόπο, ακολουθώντας τον συμφωνημένο οδικό χάρτη, «με τον ρυθμό να υπαγορεύεται από τις συνθήκες στην οικονομία και τον τραπεζικό τομέα και το επίπεδο της εμπιστοσύνης των καταθετών».
Σχετικά με την αγορά εργασίας, το ΔΝΤ αναφέρει ότι οι προηγούμενες μεταρρυθμίσεις συνέβαλαν στην ανάκαμψη της απασχόλησης και της ανταγωνιστικότητας, αλλά η νομοθεσία που θα επαναφέρει αργότερα φέτος την επεκτασιμότητα των συλλογικών συμβάσεων εργασίας και την αρχή της πιο ευνοϊκής σύμβασης θέτει σε κίνδυνο τα κέρδη αυτή. «Τα στελέχη του Ταμείου καλούν έντονα τις Αρχές να μην αναστρέψουν τις μεταρρυθμίσεις αυτές». Όσον αφορά την αύξηση του κατώτατου μισθού, σημειώνεται ότι η όποια τέτοια αύξηση πρέπει να είναι συνετή και ευθυγραμμισμένη με τα κέρδη στην παραγωγικότητα.
Η αποδοτικότητα και η διακυβέρνηση του δημόσιου τομέα πρέπει να ενισχυθούν περαιτέρω και η ανεξαρτησία της Στατιστικής Αρχής πρέπει να προστατευθεί, σημειώνει το ΔΝΤ. Παρά την πρόοδο που έχει γίνει, χρειάζονται προσπάθειες για τον εκσυγχρονισμό των δημόσιων θεσμών, την ενίσχυση της συλλογής φόρων και της κουλτούρας πληρωμών και τη βελτίωση των διαδικασιών αδειοδότησης, της διαχείρισης διαθεσίμων και των προμηθειών. Ένα πιο αποτελεσματικό σύστημα απονομής δικαιοσύνης είναι, επίσης, αναγκαίο.