«Θέτουμε σε πρώτη προτεραιότητα τη ρύθμιση της αγοράς εργασίας και την αύξηση του κατώτατου μισθού» υπογράμμισε ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, κατά την ομιλία του στο πρώτο “μεταμνημονιακό” υπουργικό συμβούλιο, τονίζοντας παράλληλα, ότι «η αρχή μόνο ενός μεγάλου πολιτικού στόχου», είναι να αποκτήσει η χώρα ένα κοινωνικό κράτος που θα εξασφαλίζει αξιοπρεπείς συνθήκες ζωής για όλους, ανεξαρτήτως των οικονομικών τους δυνατοτήτων.
Όχι αλαζονεία-κλειστές πόρτες
Ξεκινώντας την ομιλία του ο πρωθυπουργός καλωσόρισε τους νέους υπουργούς και τους ευχήθηκε καλή δύναμη, τονίζοντας ότι τα καθήκοντά τους δεν θα είναι εύκολα, ενώ υπογράμμισε ότι «αλαζονικές συμπεριφορές, κλειστές πόρτες και κλειστά αυτιά (…) είναι χαρακτηριστικά των υπουργών και των κυβερνήσεων που χρεοκόπησαν τη χώρα» και «δεν έχουν θέση στη δική μας κυβέρνηση», γιατί «εξεταστής μας και κριτής, δεν είναι άλλος, παρά ο ελληνικός λαός».
«Καλούμαστε να οραματιστούμε, να σχεδιάσουμε και να υλοποιήσουμε μια νέα ελπιδοφόρα προοπτική για τη μεταμνημονιακή Ελλάδα» σημείωσε ο Αλ. Τσίπρας και τόνισε ότι με τον κύκλο των μνημονίων έχει κλείσει και ο κύκλος της δημοσιονομικής προσαρμογής, της επιτροπείας, των μειώσεων και των περικοπών «και μπορεί πλέον να ανοίξει ο κύκλος των ελαφρύνσεων, των πολιτικών κοινωνικής στήριξης, ο ενάρετος κύκλος της δίκαιης ανάπτυξης». «Πάντοτε, βεβαίως, με σύνεση και σωφροσύνη», όπως είπε, «χωρίς να επαναλάβουμε τα μεγάλα λάθη του παρελθόντος, που οδήγησαν τη χώρα στην μνημονιακή περιπέτεια και την παρακμή».
Την ίδια στιγμή, σημείωσε, έχουμε «καθαρή τη δυνατότητα να μπορούμε να μεριμνούμε για την μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία, που σήκωσε στις δικές της πλάτες το βάρος της ευρωπαϊκής πορείας της χώρας μας», υπογραμμίζοντας ότι «στο πολιτικό μας σχέδιο, βασικός μας στόχος είναι η στήριξη αυτών ακριβώς των κοινωνικών δυνάμεων που σήκωσαν δυσανάλογα βάρος και αποτελούν τη μεγάλη πλειοψηφία. Πρώτα και κύρια με την ανάκτηση της εργασίας, με αξιοπρεπείς αμοιβές και συνθήκες».
Όπως είπε ο πρωθυπουργός, παρά τη μείωση της ανεργίας και την αντιστροφή της απορρύθμισης της αγοράς εργασίας, «έχουμε όμως ακόμη πολλή δουλειά να κάνουμε για να ανασυγκροτηθεί η μισθωτή εργασία» και πρόσθεσε ότι «η βελτίωση της θέσης των εργαζομένων δεν είναι αποτέλεσμα της ανάπτυξης της οικονομίας αλλά – αντιθέτως με ότι πιστεύουν οι νεοφιλελεύθεροι – είναι η προϋπόθεση ανάπτυξης της οικονομίας».
«Για αυτόν ακριβώς το λόγο θέτουμε σε πρώτη προτεραιότητα τη ρύθμιση της αγοράς εργασίας και την αύξηση του κατώτατου μισθού» ανέφερε, σημειώνοντας ότι παρά την επαναφορά των βασικών αρχών των συλλογικών διαπραγματεύσεων και τη μείωση της παραβατικότητα στην αγορά εργασίας, έχει να γίνει πολύ δουλειά «για να καταπολεμήσουμε την παθογένεια της μαύρης εργασίας που όχι μόνο εξαθλιώνει τους μισθωτούς αλλά δημιουργεί και όρους αθέμιτου ανταγωνισμού και λειτουργεί ως αντικίνητρο για την καινοτομία».
«Την ίδια στιγμή όμως, οφείλουμε όλοι να κατανοήσουμε ότι προϋπόθεση για την ανάκτηση της εργασίας στη χώρα μας, που είναι βασικός μας στόχος, είναι η δημιουργία ενός φιλοεπενδυτικού περιβάλλοντος», με την διοικητική αποτελεσματικότητα και την καταπολέμηση της διαφθοράς, που λειτουργούν αποτρεπτικά, τόνισε, προσθέτοντας ότι ο «δρόμος των μεταρρυθμίσεων στη δημόσια διοίκηση και στην οικονομία, όχι μόνο δεν έχει τελειώσει, αλλά τώρα είναι που πρέπει να επιταχυνθεί και να βαθύνει».
Επεσήμανε επίσης, ότι πρέπει «να αποδείξουμε ότι έχουμε την πολιτική βούληση να συνεχίσουμε στο δρόμο που έχουμε χαράξει,για να φτιάξουμε επιτέλους ένα κράτος σύγχρονο και ανταποδοτικό».
Στο σημείο αυτό αναφέρθηκε στο κτηματολόγιο, τους δασικούς χάρτες, το περιουσιολόγιο, την ψηφιοποίηση της δημόσιας διοίκησης, την απλοποίηση των διαδικασιών για την ίδρυση νέων επιχειρήσεων, την αντιμετώπιση των «κόκκινων» δανείων, την επιτάχυνση στην απονομή της δικαιοσύνης, την εμπέδωση των αρχών της διαφάνειας στα δημόσια έργα και τις προμήθειες.
Μάλιστα τόνισε, ότι «αυτές δεν είναι μεταρρυθμίσεις των μνημονίων», «αντιθέτως, είναι μεταρρυθμίσεις δικές μας (…) που αν είχαν γίνει πριν τα μνημόνια, ίσως και να τα αποφεύγαμε ή έστω να μη πληρώναμε τόσο βαρύ τίμημα». Όπως είπε ο Αλ. Τσίπρας, είναι μεταρρυθμίσεις που πρέπει να συνεχιστούν και να ολοκληρωθούν και «μόνο εμείς μπορούμε να υλοποιήσουμε» «γιατί δεν έχουμε δεσμεύσεις διαπλοκής με κατεστημένα συμφέροντα, γιατί είμαστε αξιόπιστοι σε ό,τι αφορά τις προθέσεις μας στην ελληνική κοινωνία και άρα μπορούμε να δημιουργήσουμε συνθήκες ευρύτερης κοινωνικής συναίνεσης».
Συνεχίζοντας την ομιλία του και έχοντας ως επίκεντρο την ανάκτηση της εργασίας και την οικοδόμηση ενός κοινωνικού κράτους, ο πρωθυπουργός είπε ότι ο στόχος της κυβέρνησης δεν αφορά μόνο τους μισθωτούς, αλλά και τους ελεύθερους επαγγελματίες, τους αυτοαπασχολούμενους, τους αγρότες και τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, τονίζοντας ότι «εκεί πρέπει να δώσουμε μεγάλο βάρος».
Στο πλαίσιο αυτό, μίλησε για αναζήτηση τρόπων ελάφρυνσης αυτών των κοινωνικών κατηγοριών, βάσει των δημοσιονομικών δυνατοτήτων, λέγοντας ότι «έχουμε χρέος να κατανείμουμε τους πόρους με αποτελεσματικότητα, με διαφάνεια και με δικαιοσύνη».
Μιλώντας για την οικοδόμηση ενός κοινωνικού κράτους, είπε ότι «στα πεδία της κοινωνικής ασφάλισης, της πρόνοιας, της υγείας και της παιδείας έχουμε ήδη κάνει μεγάλα βήματα», αναφέροντας επιγραμματικά την ενοποίηση του ασφαλιστικού συστήματος, «που για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες είναι πλεονασματικό», την ελεύθερη πρόσβαση των ανασφάλιστων στο σύστημα υγείας, τη βελτίωση των παρεχόμενων υπηρεσιών, τη δημιουργία των μονάδων πρωτοβάθμιας φροντίδας, την αναβάθμιση του δημόσιου σχολείου και την ενίσχυση της έρευνας.
Κοινωνικό κράτος-αξιοπρέπεια για όλους
Όπως είπε, «αυτά είναι μόνο η αρχή μόνο ενός μεγάλου πολιτικού στόχου: Να αποκτήσει επιτέλους η χώρα ένα κοινωνικό κράτος που θα απαντά στις σύγχρονες ανάγκες και θα εξασφαλίζει αξιοπρεπείς συνθήκες ζωής για όλους, ανεξαρτήτως των οικονομικών τους δυνατοτήτων».
Τόνισε ότι «αυτή η προοπτική κοινωνικής δικαιοσύνης είναι που μας διαφοροποιεί, όλους εμάς που βρισκόμαστε σε αυτό το υπουργικό τραπέζι, αριστερούς, οικολόγους, κεντροαριστερούς αλλά και κεντροδεξιούς» «από τις δυνάμεις του ακραίου νεοφιλελευθερισμού, που πέραν των άλλων ευθυνών για την πορεία της οικονομίας, έχουν ακέραια την ευθύνη και για την άνοδο της ακροδεξιάς, του ρατσισμού και της μισαλλοδοξίας».
«Καταφέραμε να περάσουμε το κάβο, πριν χαλάσει ο καιρός στα ανοιχτά»
«Παρά τις κινδυνολογικές κραυγές, την καταστροφολογία, την διαρκή προεξόφληση της αποτυχίας από την αντιπολίτευση και όσους τη στηρίζουν» είπε ο Αλ. Τσίπρας, «βλέπουμε, όχι μόνο ότι οι Κασσάνδρες διαψεύστηκαν παταγωδώς, αλλά και ότι η Ελλάδα αποτελεί σήμερα καλή είδηση σε ένα διεθνές περιβάλλον, που κάθε άλλο παρά σταθερό μπορεί κανείς να το χαρακτηρίσει. Γιατί καταφέραμε να περάσαμε το κάβο, πριν χαλάσει ο καιρός στα ανοιχτά. Και αυτό είναι μια μεγάλη υπόθεση» τόνισε.
Από την άλλη πλευρά, και παρ’ ότι «είναι, όντως, ώρα για περισσότερη αισιοδοξία» ο πρωθυπουργός τόνισε ότι «δεν είναι ώρα για εφησυχασμό» καθώς «τα καλά αποτελέσματα δεν έρχονται μόνα τους» και «δεν υπάρχει αυτόματος πιλότος» , όπως είπε, αλλά προϋπόθεση είναι η σκληρή δουλειά.
Τόνισε δε προς τους υπουργούς του ότι η «η ιδιότητα του μέλους της κυβέρνησης δεν είναι αξίωμα, ούτε προνόμιο, αλλά ευθύνη».
«Δεν μας χρωστάει ο λαός. Εμείς του χρωστάμε. Από την δική του εξουσία πηγάζει η δική μας ευθύνη. Και αυτό είναι κάτι που δεν πρέπει να το ξεχνάμε ποτέ» υπογράμμισε ο πρωθυπουργός και πρόσθεσε ότι «δίνουμε καθημερινά εξετάσεις», και «εξεταστής και κριτής μας δεν είναι άλλος παρά ο ελληνικός λαός, οι άνθρωποι του μόχθου και της δουλειάς, χάρη στους οποίους βρισκόμαστε σήμερα εδώ».
Κλείνοντας την ομιλία του ο Αλ. Τσίπρας κάλεσε όλους σε σκληρή δουλειά «με το ηθικό πλεονέκτημα της σεμνότητας, της ανιδιοτέλειας, της εντιμότητας», «ώστε να ανοίξουμε μια νέα αισιόδοξη προοπτική για την πατρίδα μας και τον λαό μας, που το αξίζει».