Ευάλωτοι σε ενδεχόμενο ξέπλυμα βρώμικου χρήματος θεωρούνται οι κλάδοι, δικηγόρων, συμβολαιογράφων και μεσιτών ακινήτων, σύμφωνα με έκθεση η οποία δόθηκε στη δημοσιότητα από το υπουργείο Οικονομικών. Πρόκειται για την πρώτη «Έκθεση Εκτίμησης Εθνικού Κινδύνου για τη Νομιμοποίηση Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και τη Χρηματοδότηση της Τρομοκρατίας» (“National Risk Assessment”), η οποία εκπονήθηκε στο πλαίσιο ενίσχυσης της δράσης και της αποτελεσματικότητας του εθνικού μηχανισμού ενάντια στα συναφή αδικήματα, από ομάδα εξειδικευμένων στελεχών των αρμόδιων φορέων του δημοσίου τομέα. Η εκπόνηση της μελέτης έγινε με τη συμμετοχή και εκπροσώπων του ιδιωτικού τομέα και εγκρίθηκε από την Επιτροπή Στρατηγικής για την Αντιμετώπιση της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και της Χρηματοδότησης της Διάδοσης Όπλων Μαζικής Καταστροφής. Η παραοικονομία στην Ελλάδα εκτιμάται σε λίγο περισσότερο από το 20% του εθνικού εισοδήματος, δηλαδή περισσότερα από 36 δισ. ευρώ.
Η Έκθεση – η οποία εκπονείται για πρώτη φορά στην Ελλάδα-σε συνδυασμό με την τεχνική συμμόρφωση της χώρας με τις Συστάσεις της Ομάδας Χρηματοπιστωτικής Δράσης (Financial Action Task Force – FATF), καθώς και το Στρατηγικό Σχέδιο Δράσης ενάντια στο Ξέπλυμα Χρήματος και τη Χρηματοδότηση της Τρομοκρατίας, αποτελούν τον κορμό της αξιολόγησης της χώρας μας στο πλαίσιο του τέταρτου γύρου αμοιβαίων αξιολογήσεων της FATF, η οποία θα ολοκληρωθεί τον Ιούνιο του 2019.
Σύμφωνα με τα ευρήματα της έκθεσης ο μη χρηματοπιστωτικός τομέας και ειδικότερα ορισμένα από τα επαγγέλματα που εντάσσονται σε αυτόν, συμμετέχουν σε δραστηριότητες που σχετίζονται με υψηλή απειλή για ξέπλυμα χρήματος και ως εκ τούτου, είναι ευάλωτα στον κίνδυνο ξεπλύματος χρήματος. Για παράδειγμα όπως αναφέρεται στην έκθεση:
– Οι συμβολαιογράφοι, οι δικηγόροι και οι μεσίτες ακινήτων που μεσολαβούν στις αγοραπωλησίες ακινήτων, δύναται να συμμετέχουν στη φοροδιαφυγή, η οποία αποτελεί βασικό αδίκημα του ξεπλύματος χρήματος και χρησιμοποιούνται συχνά ως διαμεσολαβητές για τη νομιμοποίηση εσόδων, προερχόμενων από διαφθορά και παράνομη διακίνηση ναρκωτικών, πολλές φορές και εν αγνοία τους. Τα στοιχεία από τους φορολογικούς
ελέγχους έδειξαν ότι οι πραγματικές τιμές πώλησης των ακινήτων ήταν συνήθως και για μεγάλο χρονικό διάστημα, ιδιαίτερα πριν από την οικονομική κρίση, κατά πολύ μεγαλύτερες σε σχέση με την αναγραφόμενη στο συμβόλαιο τιμή, που συνέπιπτε με την αντικειμενική αξία του ακινήτου. Κατά συνέπεια οι αγοραστές κατέβαλαν φόρο κατά πολύ μικρότερο του αναλογούντος.
– Όσον αφορά στους δικηγόρους, συμβολαιογράφους και λογιστές – φοροτεχνικούς, η απειλή για ξέπλυμα χρήματος σχετίζεται με τη συμμετοχή τους στη δημιουργία, τη λειτουργία ή τη διαχείριση εταιρειών, δεδομένου ότι ορισμένες φορές επιχειρείται νομιμοποίηση εσόδων από τα βασικά εγκλήματα (π.χ. διακίνηση ναρκωτικών) μέσω νέων ή υφιστάμενων επιχειρήσεων.
– Οι έμποροι αγαθών υψηλής αξίας χρησιμοποιούνται από εγκληματικές ομάδες για να νομιμοποιήσουν τα έσοδα από παράνομη δραστηριότητα, η οποία αφορά κυρίως σε λαθρεμπόριο ή αδικήματα κατά της ιδιοκτησίας. Το επίπεδο απειλής για τον κλάδο χαρακτηρίζεται ως «Μέσο», τα δε προϊόντα του εγκλήματος, τα οποία προέρχονται κυρίως από εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας νομιμοποιούνται και μέσω των ενεχυροδανειστών. Το επίπεδο απειλής για τον κλάδο χαρακτηρίζεται ως «Μέσο».