Αλλαγή του μίγματος δημοσιονομικής πολιτικής με μείωση των φορολογικών συντελεστών εισοδήματος, εταιρικών κερδών και ασφαλιστικών εισφορών, συστήνει η Τράπεζα της Ελλάδος.
Ο επικεφαλής οικονομολόγος και διευθυντής οικονομικών αναλύσεων της ΤτΕ κ. Δημ. Μαλλιαρόπουλος, μιλώντας σε συνέδριο ανέφερε ότι το 2017, το μη μισθολογικό κόστος στην Ελλάδα – τόσο ως ποσοστό των ακαθάριστων αποδοχών των εργαζομένων όσο και ως ποσοστό του συνολικού κόστους εργασίας – ήταν πάνω από 10 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερο από το μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ και της ΕΕ.
Ο ίδιος επεσήμανε ότι μελέτες της Τράπεζας της Ελλάδος καταδεικνύουν ότι η μείωση του μη μισθολογικού κόστους εργασίας και των φόρων εισοδήματος και εταιρικών κερδών έχουν θετικές επιδράσεις στην οικονομία. Συγκεκριμένα, μειώνουν το κόστος παραγωγής και τις τιμές των προϊόντων, βελτιώνουν την ανταγωνιστικότητα και αυξάνουν τις επενδύσεις, τις εξαγωγές, την παραγωγή και τη ζήτηση εργασίας.
Για τον εργαζόμενο, η μείωση του φορολογικού βάρους αυξάνει τον καθαρό μισθό και συνεπώς και την κατανάλωση. Επιπλέον, ισχυροποιεί το κίνητρο για προσφορά εργασίας και αποκαλύπτει εισοδήματα από την παραοικονομία. Για την εταιρεία, η μείωση των φορολογικών συντελεστών σημαίνει επενδύσεις. Ως αποτέλεσμα, αν και η μείωση των φορολογικών συντελεστών οδηγεί σε επιδείνωση του πρωτογενούς δημοσιονομικού αποτελέσματος βραχυπρόθεσμα, έχει εντούτοις θετική επίδραση μεσοπρόθεσμα καθώς σταδιακά διευρύνεται η φορολογική βάση.
Όπως ανέφερε ο κ. Μαλλιαρόπουλος η αλλαγή της δημοσιονομικής πολιτικής είναι αναγκαία προκειμένου η χώρα να γίνει ένας ελκυστικός πόλος έλξης επενδύσεων και ανθρώπινου κεφαλαίου, το οποίο συρρικνώθηκε σημαντικά ως αποτέλεσμα του brain drain τα χρόνια της κρίσης.
ΤτΕ: Άνοιξε η “ψαλίδα” των επιτοκίων χορηγήσεων και καταθέσεων τον Οκτώβριο
Αύξησαν το επιτοκιακό περιθώριο οι τράπεζες στο 4,70% τον Οκτώβριο από 4,46% τον Σεπτέμβριο, καθώς αύξησαν τα επιτόκια χορηγήσεων, διατηρώντας αμετάβλητα εκείνα των καταθέσεων.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος, το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο του συνόλου των νέων δανείων προς νοικοκυριά και επιχειρήσεις αυξήθηκε κατά 23 μονάδες βάσης και διαμορφώθηκε στο 4,98%. Αντιθέτως, το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο του συνόλου των νέων καταθέσεων παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητο στο 0,28%.
Ειδικότερα, το μέσο επιτόκιο των καταναλωτικών δανείων χωρίς καθορισμένη διάρκεια (κατηγορία που περιλαμβάνει τα δάνεια μέσω πιστωτικών καρτών, τα ανοικτά δάνεια και τις υπεραναλήψεις από τρεχούμενους λογαριασμούς) αυξήθηκε κατά 15 μονάδες βάσης και διαμορφώθηκε σε 14,47%. Το μέσο επιτόκιο των καταναλωτικών δανείων συγκεκριμένης διάρκειας με κυμαινόμενο επιτόκιο μειώθηκε κατά 199 μονάδες βάσης και διαμορφώθηκε στο 8,82%.
Το μέσο επιτόκιο των επιχειρηματικών δανείων χωρίς καθορισμένη διάρκεια παρουσίασε μείωση κατά 4 μονάδες βάσης και διαμορφώθηκε στο 5,09%.
Το αντίστοιχο επιτόκιο των επαγγελματικών δανείων παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητο στο 6,93%.
Το μέσο επιτόκιο των επιχειρηματικών δανείων συγκεκριμένης διάρκειας και κυμαινόμενου επιτοκίου1 αυξήθηκε κατά 101 μονάδες βάσης και διαμορφώθηκε στο 4,98%.
Αναλυτικότερα, το μέσο επιτόκιο για δάνεια μέχρι και 250.000 ευρώ μειώθηκε κατά 21 μονάδες βάσης και διαμορφώθηκε στο 5,08%, για δάνεια άνω των 250.000 μέχρι και 1 εκατ. ευρώ αυξήθηκε κατά 27 μονάδες βάσης και διαμορφώθηκε στο 4,42%, ενώ για δάνεια άνω του 1 εκατ. ευρώ αυξήθηκε κατά 118 μονάδες βάσης και διαμορφώθηκε στο 4,99%, από 3,81% τον προηγούμενο μήνα.
Τέλος, το μέσο επιτόκιο των στεγαστικών δανείων με κυμαινόμενο επιτόκιο διαμορφώθηκε στο 2,90%, από 3,00% τον προηγούμενο μήνα.