«H οικονομία δεν επέστρεψε σε στέρεη ανάκαμψη παρά τις προσδοκίες που είχαν διατυπωθεί επίσημα ενώ παραμένει σε μια ασταθή κατάσταση που απειλεί να μετατραπεί σε νέα ύφεση», αναφέρει στην τριμηνιαία έκθεσή του το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή.
Εν τω μεταξύ, «έκπληξη και δυσαρέσκεια» προκάλεσε στον πρόεδρο της Βουλής Νίκο Βούτση η δημοσιοποίηση της τριμηνιαίας έκθεσης του γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής, σύμφωνα με κύκλους του γραφείου του. Και μάλιστα, όπως επισημαίνουν οι ίδιοι κύκλοι, η δημοσιοποίηση της έκθεσης έγινε την ημέρα που έκλεισε η συμφωνία με τους θεσμούς, η οποία δημιούργησε ένα θετικό κλίμα στην οικονομία».
«Είναι χαρακτηριστικό ότι τα spread σήμερα πέφτουν λόγω του κλεισίματος της συμφωνίας ενώ στην έκθεση του γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής που δημοσιοποιήθηκε αναφέρονται άλλα στοιχεία και εκτιμήσεις», σημειώνουν οι ίδιοι κύκλοι και καταλήγουν:«Σε αυτήν δεν έχουν ληφθεί υπόψη οι τρέχουσες εξελίξεις μετά τη συμφωνία, δημιουργείται αρνητικό κλίμα και απηχεί απόψεις που ακούγονται από πλευρές της αντιπολίτευσης».
Η ΈΚΘΕΣΗ
Κατά τ’άλλα, ως θετικό πρώτο βήμα για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στην οικονομία, την ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και την μελλοντική έξοδο της χώρας στις αγορές, αποτελεί η τεχνική προκαταρκτική συμφωνία με τους Θεσμούς η οποία ανοίξει το δρόμο για την οριστική τεχνική συμφωνία (Staff Lenel Agreement). Αυτό τονίζει μεταξύ άλλων στην έκθεση του για το πρώτο τρίμηνο του έτους (Ιανουάριος – Μάρτιος 2017) το κοινοβουλευτικό Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους. Υπό όρους, υπάρχει ελπίδα να γυρίσει η χώρα σελίδα, εκτιμά το Γραφείο. Σημειώνεται ότι η συμφωνία επιτεύχθηκε λίγο πριν δοθεί στη δημοσιότητα η έκθεση η οποία παρουσιάζει και αξιολογεί τις επιδόσεις του πρώτου τριμήνου, χωρίς να λαμβάνει υπόψη της την εξέλιξη αυτή.
Σε ότι αφορά στο πρώτο τρίμηνο, η έκθεση συμπεραίνει ότι η οικονομία δεν επέστρεψε σε στέρεη ανάκαμψη παρά τις προσδοκίες που είχαν διατυπωθεί επίσημα και ότι « παραμένει σε μια ασταθή κατάσταση που απειλεί να μετατραπεί σε νέα ύφεση». Οι συντάκτες της έκθεσης εκφράζουν την ανησυχία τους για το γεγονός ότι κατά την διάρκεια των προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής η ελληνική οικονομία εμφανίζει χαμηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης σε σχέση με τους στόχους που προβλέπονται σ’ αυτά, ενώ ειδικότερα για το πρώτο τρίμηνο εντοπίζει «συμπτώματα οικονομικής αναιμίας», τόσο στη σφαίρα της παραγωγής όσο και σ’ αυτήν της κατανάλωσης. Σ’ αυτά κατατάσσει τα ακόλουθα:
– Η ιδιωτική κατανάλωση δέχθηκε πιέσεις στο τέλος του 2016 και τον πρώτο μήνα του 2017 με βάση τα στοιχεία που προκύπτουν από το λιανικό εμπόδιο.
– Η κατάσταση στις επενδύσεις είναι συγκεχυμένη. Αναγγέλλονται μεν επενδυτικά σχέδια κυρίως στον τουρισμό, σε σούπερ μάρκετ και σε υποδομές (λόγω ιδιωτικοποιήσεων), αλλά γενικά η αβεβαιότητα για την πορεία της οικονομίας και την έκβαση των διαπραγματεύσεων, καθιστούν επιφυλακτικούς πολλούς επενδυτές.
– Οι εξαγωγές (και λόγω των δομικών τους προβλημάτων) αδυνατούν να παίξουν τον ρόλο της ατμομηχανής, έστω βοηθητικής.
Παράλληλα, όπως σημειώνεται, διαπιστώνονται νέοι κίνδυνοι λόγω των δυσκολιών σε ΔΕΗ, ΕΦΚΑ και αλλού.
Η έκθεση αναφερόμενη στις προβλέψεις των διεθνών οργανισμών σχετικά με τον ρυθμό ανάπτυξης το 2017, θεωρεί απίθανη την επίτευξη του αρχικού στόχου για ρυθμό 2,7%. Σημειώνει πάντως ότι διάφοροι οργανισμοί προβλέπουν ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ μεταξύ 0,5% και 2,2%.
Στην έκθεση εκφράζεται η ανησυχία, ότι αν η επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης επιβεβαιωθεί, θα αμφισβητηθούν οι προβλέψεις του Προϋπολογισμού για τα έσοδα και τα πλεονάσματα, καθώς και ότι η χώρα κινδυνεύει να παγιδευτεί σε στασιμότητα διαρκείας.
Σε ότι αφορά ειδικότερα τη συμφωνία, το κοινοβουλευτικό Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους, τονίζει ότι παρά τις εκκρεμότητες που εξακολουθούν να υπάρχουν, «αναμένουμε σε γενικές γραμμές ότι η συμφωνία θα ολοκληρωθεί. Θεωρούμε επίσης ότι θα έχει – υπό όρους- θετικές επιπτώσεις, αλλά ταυτόχρονα ότι είναι εκτεθειμένη σε πολλαπλούς κινδύνους». Επισημαίνει ακόμη, ότι «είναι εσφαλμένη η συνολική απόρριψη της συμφωνίας με οποιοδήποτε επιχείρημα».
Όπως σημειώνεται, η συμφωνία έχει θετικές επιπτώσεις και ευκαιρίες. Αν εφαρμοστεί ομαλά, θα εξαλείψει αρκετές από τις σημερινές αβεβαιότητες στην οικονομική πολιτική. Επίσης θα ανοίξει το δρόμο ώστε να αξιοποιηθούν τα χρηματοδοτικά εργαλεία της ΕΕ και των άλλων Θεσμών.
Ακόμη, εκτός του ότι θα γίνει η εκταμίευση της δόσης των 7 δισ. ευρώ – μέρος των οποίων θα κατευθυνθεί στην αποπληρωμή των οφειλών του δημοσίου – θα γίνει δυνατή η συμμετοχή στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ εντός του 2017 και θα βελτιωθεί η ρευστότητα των τραπεζών και της οικονομίας.
Ακόμη, αν τελικά το ΔΝΤ παραμείνει στο πρόγραμμα, θα καταστεί ευκολότερη η πρόσβαση στις διεθνείς αγορές και το άνοιγμα της προληπτικής πιστωτικής γραμμής πρόσβασης, όπως έγινε με τις άλλες χώρες (Ισπανία, Πορτογαλία).
Κατά τη γνώμη των συντακτών της έκθεσης, η Άνοιξη του 2018 θα είναι κρίσιμη πολιτικά και οικονομικά. Τότε, όπως αναφέρεται, θα κριθεί:
– αν επιτυγχάνονται οι δημοσιονομικοί στόχοι το 2018
– αν θα εφαρμοστούν τα αντίμετρα
– αν θα επισπευσθούν τα φορολογικά του 2020 στο 2019 και
– αν θα οριστικοποιηθούν οι αποφάσεις για το χρέος.
Η έκθεση καταλήγει σημειώνοντας ότι «η κατάσταση απαιτεί διπλή προσπάθεια: Από μεν την ελληνική πλευρά να ενστερνισθεί το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα, από δε την ευρωπαϊκή να αναθεωρήσει τη στάση της στο ζήτημα του χρέους και των πρωτογενών πλεονασμάτων. Αυτή η διπλή προσπάθεια θα ήταν ένας έντιμος συμβιβασμός».