Σε «υπολείμματα» του ιού που παρέμεναν στον οργανισμό τους, και όχι σε εκ νέου μόλυνση, οφείλεται πιθανότατα η διάγνωση με κορωνοϊό σε πάνω από 260 ασθενείς που βγήκαν «θετικοί» αρκετές ημέρες ή ακόμη και εβδομάδες μετά την πλήρη ανάρρωσή τους στη Νότια Κορέα, σύμφωνα με τα αποτελέσματα έρευνας ειδικών λοιμωξιολόγων της χώρας.
Ο επικεφαλής των ερευνών, ανέφερε ότι η αρμόδια επιτροπή δεν βρήκε επαρκή στοιχεία που θα μπορούσαν να στηρίξουν πως τα θετικά τεστ σε ασθενείς που έχουν αναρρώσει οφείλονται σε εκ νέου μόλυνση ή επανενεργοποίηση του ιού, κάτι που θα συνιστούσε φυσικά ιδιαίτερα αποθαρρυντική εξέλιξη στη μάχη κατά της πανδημίας.
«Τα θετικά τεστ ανίχνευσαν το ριβονουκλεϊκό οξύ του νεκρού ιού», σημείωσε χαρακτηριστικά σε συνέντευξη Τύπου.
Εξηγώντας, σημείωσε ότι στα τεστ (PCR) που χρησιμοποιούνται για τη διάγνωση του COVID-19, γενετικά υλικά του ιού ενισχύονται κατά τη διάρκεια της δοκιμής, είτε προέρχονται από ζωντανό ιό, είτε μόνο από «θραύσματα» νεκρών κυττάρων του ιού, που μπορούν για μήνες να παραμένουν στον οργανισμό ασθενών που έχουν αναρρώσει.
Tα συγκεκριμένα τεστ δεν μπορούν να διαχωρίσουν αν πρόκειται για ζωντανό ή νεκρό ιό, πρόσθεσε, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε «ψευδώς θετικά αποτελέσματα» «Ο συγκεκριμένος τόπος τεστ χρησιμοποιείται στη χώρα και οι περιπτώσεις που υπάρχουν υποψίες υποτροπιασμού οφείλονται στις περιορισμένες δυνατότητες αυτών των τεστ», ανέφερε ακόμη. Τα ευρήματα της επιτροπής επιβεβαίωσαν προγενέστερες εκτιμήσεις ειδικών στη χώρα, σύμφωνα με τις οποίες ασθενείς που διαγιγνώσκονται εκ νέου θετικοί εμφανίζουν μικρή ή καθόλου μεταδοτικότητα.