του Michael Birnbaum (*)
Με βάση τα επίσημα στοιχεία, το Βέλγιο είναι η χώρα που επλήγη περισσότερο στον κόσμο από τον κορονοϊό.
Η χώρα αυτή των 12 εκατομμυρίων κατοίκων έχει το μεγαλύτερο ποσοστό θνησιμότητας: 16,4%. Επίσης έχει τον μεγαλύτερο αριθμό θανάτων σε σχέση με τον πληθυσμό της: 78 θανάτους ανά 100.000 κατοίκους.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν αναφέρει 27 θανάτους ανά 100.000 κατοίκους, η Ισπανία 58 και η Ιταλία 52.
Οι βέλγοι αξιωματούχοι έχουν επιχειρήσει να υποβαθμίσουν το θέμα, λέγοντας ότι οι μεγάλοι αριθμοί οφείλονται στον διαφορετικό τρόπο υπολογισμού των θανάτων στη χώρα. Η βελγική μέθοδος μπορεί πράγματι να αποδειχθεί από τις ακριβέστερες στον κόσμο και να αποδείξει ότι οι άλλες χώρες αναφέρουν λιγότερους θανάτους από τους πραγματικούς.
Τα κακά νέα για το Βέλγιο είναι ότι ακόμα και αν ληφθεί υπόψη η διαφορετική μέθοδος, οι θάνατοι είναι πολλοί.
Με βάση τα τελευταία στοιχεία, το Βέλγιο έχει καταγράψει 9.052 θανάτους από τον κορονοϊό, το 40% των οποίων είναι «πιθανές περιπτώσεις» και δεν έχουν επιβεβαιωθεί από τεστ. Οι περισσότερες χώρες δεν περιλαμβάνουν στον απολογισμό τους ύποπτα κρούσματα που δεν έχουν επιβεβαιωθεί.
«Ο τρόπος με τον οποίο υπολογίζουμε τα κρούσματα είναι ο επιστημονικά ορθότερος και εντιμότερος», λέει ο Ιβ Βαν Λέτεμ, εκπρόσωπος της βελγικής κυβέρνησης και επιδημιολόγος.
Όπως έγραψε ο Economist, ο επίσημος απολογισμός του Βελγίου περιλαμβάνει τους «επιπλέον θανάτους» την περίοδο της πανδημίας, τους θανάτους δηλαδή που υπερβαίνουν τον αριθμό που θα αναμενόταν κανονικά για αυτή την περίοδο με βάση τα στατιστικά στοιχεία.
Μια ομάδα ερευνητών του Γέιλ υπολόγισε ότι αν ακολουθούνταν αυτή η μέθοδος στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο πραγματικός απολογισμός θα ήταν μιάμιση φορά μεγαλύτερος από τον επίσημο.
Υπάρχουν κίνδυνοι τόσο από τη χρησιμοποίηση αυτής της μεθόδου όσο και από τη σύγκριση διαφόρων χωρών μεταξύ τους. Η εκτίμηση των επιπλέον θανάτων μπορεί να περιλαμβάνει άσχετους θανάτους, για παράδειγμα ανθρώπους που πέθαναν από ασθένειες που δεν σχετίζονται από τον κορονοϊό αλλά είχαν επιλέξει να μην πάνε στο νοσοκομείο φοβούμενοι ότι θα προσβληθούν.
Επειδή όμως κάθε χώρα μετράει τους θανάτους της διαφορετικά, οι επιδημιολόγοι έχουν αρχίσει να πιστεύουν ότι ο υπολογισμός των επιπλέον θανάτων σε σχέση με το αναμενόμενο είναι ο ακριβέστερος τρόπος να παρακολουθηθεί η πορεία του ιού.
Με βάση την ανάλυση του Economist, αν χρησιμοποιηθεί η μέθοδος του Βελγίου προκύπτει ότι η πιο πληγείσα χώρα στον κόσμο είναι η Βρετανία. Δεύτερη έρχεται η Ισπανία και τρίτο το Βέλγιο. Μια ανάλογη εικόνα δίνουν και οι υπολογισμοί των Financial Times. Στους υπολογισμούς αυτούς δεν περιλήφθηκαν οι Ηνωμένες Πολιτείες.
Οι βέλγοι αξιωματούχοι αναγνωρίζουν ότι η χώρα τους δέχθηκε σοβαρό πλήγμα. «Μετράμε με μεγάλη ακρίβεια, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι οι αριθμοί δεν είναι μεγάλοι», λέει ο Στίβεν Βαν Γκουτ, επικεφαλής αντιμετώπισης των ιών στο βελγικό ισοδύναμο των Κέντρων για τον Ελεγχο και την Πρόληψη των Επιδημιών.
Μια εξήγηση, είπε, μπορεί να είναι η μεγαλύτερη πυκνότητα του πληθυσμού της χώρας σε σχέση με τους γείτονές της. Το αεροδρόμιο των Βρυξελλών, που είναι διεθνής μεταφορικός κόμβος, μπορεί να συνέβαλε στη διάδοση του ιού στην πόλη. Και πολλοί Βέλγοι έκαναν στα τέλη Φεβρουαρίου διακοπές στα θέρετρα του σκι της βόρειας Ιταλίας.
Οι περισσότεροι από τους θανάτους στο Βέλγιο έχουν σημειωθεί στους οίκους ευγηρίας, εν μέρει επειδή μεγαλύτερο ποσοστό ηλικιωμένων Βέλγων ζουν σε τέτοια ιδρύματα σε σχέση με άλλους Ευρωπαίους. Οι αρχές έχουν αναγνωρίσει ότι άργησαν να αξιολογήσουν τον κίνδυνο που είχαν αυτά τα ιδρύματα στην εξάπλωση του ιού.
Το Βέλγιο, που είναι μια πλούσια χώρα, έχει υψηλές ιατρικές δυνατότητες. Ακόμη και στο αποκορύφωμα της επιδημίας, το ποσοστό κάλυψης των κλινών στις ΜΕΘ δεν ξεπέρασε το 60%. Παρόλα αυτά, το πλήγμα ήταν μεγάλο. «Το μερίδιό μας σε ό,τι αφορά τη δυτική Ευρώπη ήταν υψηλό», παραδέχεται ο Βαν Γκουτ.
(*) Ο Μάικλ Μπέρνμπομ είναι αρθρογράφος της Washington Post