Έχει φανεί από νωρίς ότι η παρουσία σακχαρώδη διαβήτη αυξάνει τον κίνδυνο για COVID-19, ενώ επηρεάζει αρνητικά την έκβαση της νόσου. Πράγματι, αρκετές μελέτες έχουν καταδείξει ότι η αναλογία ασθενών με σακχαρώδη διαβήτη είναι μεγαλύτερη μεταξύ αυτών με σοβαρή COVID-19, εκείνων δηλαδή που χρειάζονται νοσηλεία σε νοσοκομείο ή διασωλήνωση. Επίσης, υψηλά ποσοστά σακχαρώδη διαβήτη έχουν καταγραφεί μεταξύ ασθενών που κατέληξαν από COVID-19. Ενδιαφέρον έχει ότι υπάρχει σαφής συσχέτιση μεταξύ της γλυκαιμικής ρύθμισης και της σοβαρότητας της νόσου. Ο κίνδυνος για σοβαρή COVID-19 είναι υψηλότερος σε άτομα με υψηλή γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη (HbA1c) πριν από τη λοίμωξη. Όταν η HbA1c μειώνεται, ο κίνδυνος για εμφάνιση σοβαρής νόσησης μειώνεται επίσης.
Από την άλλη, έχει φανεί ότι η νόσος COVID-19 μπορεί να απορρυθμίσει το μεταβολισμό της γλυκόζης ειδικά σε άτομα με γνωστό σακχαρώδη διαβήτη ή προδιάθεση για διαβήτη. Υπήρχαν κάποιες ενδείξεις και ανησυχίες για την πιθανότητα εμφάνισης νέων περιπτώσεων σακχαρώδους διαβήτη. Μια πολύ πρόσφατη μελέτη του CDC στις ΗΠΑ φαίνεται να επιβεβαιώνει τις ανησυχίες αυτές και μάλιστα στα παιδιά. Οι Ιατροί του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Λίνα Πάσχου (Επίκουρη Καθηγήτρια Ενδοκρινολογίας), Θεοδώρα Ψαλτοπούλου (Καθηγήτρια Θεραπευτικής-Επιδημιολογίας-Προληπτικής Ιατρικής), Βάνα Παπαευαγγέλου (Καθηγήτρια Παιδιατρικής) και Θάνος Δημόπουλος (Καθηγητής Θεραπευτικής-Αιματολογίας-Ογκολογίας και Πρύτανης ΕΚΠΑ) συνοψίζουν τα αποτελέσματα της μελέτης αυτής.