Τα πέντε λεπτά που οι δράστες της δολοφονίας του δικηγόρου Μιχάλη Ζαφειρόπουλου, έμειναν μόνοι μαζί του, στο διάστημα της μισής ώρας περίπου που βρίσκονταν στο γραφείο του, είναι ο κρίσιμος χρόνος που κρύβει το κίνητρο του εγκλήματος, σύμφωνα με τα μέχρι στιγμής στοιχεία που έχουν συγκεντρώσει οι αξιωματικοί του Τμήματος Εγκλημάτων κατά Ζωής της Ασφάλειας Αττικής.
Ωστόσο, από την πορεία της έρευνας, οι αρμόδιοι αξιωματικοί, εκτιμούν ότι οι δράστες δεν είχαν πάει στο γραφείο να τον σκοτώσουν, αλλά πιθανότατα να τον εκφοβίσουν, ή να τον τραυματίσουν, για λόγους άγνωστους μέχρι τώρα, αλλά σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις αφορούν σε κάποια υπόθεση του θύματος.
Οι αστυνομικοί εξετάζουν την πιθανότητα οι δράστες να ενεργούσαν για λογαριασμό άλλου, όχι όμως ως εκτελεστές συμβολαίου θανάτου.
Οι δράστες χρησιμοποίησαν όπλο μικρού διαμετρήματος και πυροβόλησαν μία φορά στον θώρακα τον 52χρονο δικηγόρο, με αποτέλεσμα να υπάρξει ρήξη στον πνεύμονα και το συκώτι, που προκάλεσαν τον θάνατο από αιμορραγία, σύμφωνα με την ιατροδικαστική έρευνα.
Πάντως, ότι οι δράστες ήταν αποφασισμένοι για όλα προκύπτει και από το γεγονός ότι οπλοφορούσαν και οι δύο.
Οι αξιωματικοί της Ασφάλειας, μελετούν τις σημειώσεις που κρατούσαν το θύμα και ο 32χρονος συνεργάτης του, ο οποίος ήταν παρών στη συνάντηση, οι οποίες έχουν ενδιαφέρον, αλλά δεν ρίχνουν φως στο κίνητρο της δολοφονίας.
Συγκεκριμένα, τόσο από τις σημειώσεις όσο και από τη μαρτυρία του 32χρονου ασκούμενου δικηγόρου, οι δράστες μίλησαν για δύο ποινικές υποθέσεις, για τις οποίες υποτίθεται ότι επιθυμούσαν την παροχή νομικών υπηρεσιών. Η μία, όπως διαπιστώθηκε από την έρευνα είναι ανύπαρκτη. Η άλλη αφορά σε υπαρκτό πρόσωπο που εμπλέκεται σε μεγάλη υπόθεση που χειριζόταν ο Μιχάλης Ζαφειρόπουλος, αλλά και αυτή θεωρείται από τους αστυνομικούς ως προσχηματική, προκειμένου να μην μιλήσουν οι δολοφόνοι μπροστά στον συνεργάτη του θύματος.
Σημειώνεται ότι οι δράστες είχαν κλείσει ραντεβού απευθείας με τον Μιχάλη Ζαφειρόπουλο το πρωί της Πέμπτης, για τις 18.30 το απόγευμα της ίδιας μέρας.
Πήγαν στο ραντεβού με 10 λεπτά καθυστέρηση και όταν τους άνοιξαν κάθισαν μαζί με το θύμα και τον συνεργάτη του στην αίθουσα συναντήσεων, αλλά λίγα λεπτά αργότερα μεταφέρθηκαν στον γραφείο του Μιχάλη Ζαφειροπουλου, όπου συνέχισαν τη συζήτηση.
Κάποια στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο και ο 32χρονος ασκούμενος δικηγόρος πήγε στο διπλανό γραφείο για να απαντήσει, αφήνοντας τον Μ. Ζαφειρόπουλο, μόνο του με τους δύο επισκέπτες, περίπου πέντε λεπτά, σύμφωνα με την κατάθεση του.
Τότε, γύρω στις 19:10, άκουσε έναν πυροβολισμό και αμέσως μετά είδε τους δράστες να περνούν από μπροστά του κρατώντας και οι δύο όπλα στα χέρια.
Μάλιστα ο ένας, τον ρώτησε αν έχει χρήματα και αυτός έντρομος τους έδωσε το πορτοφόλι του, από το οποίο πήραν περίπου 50-60 ευρώ και έφυγαν.
Μόλις μπήκε στο γραφείο είδε αιμόφυρτο τον Μιχάλη Ζαφειρόπουλο και ειδοποίησε την αστυνομία και το ΕΚΑΒ αλλά όταν έφτασε το ασθενοφόρο ήταν ήδη αργά.
Οι αρχές πέρα από τις λεπτομερείς περιγραφές των δραστών, πού έχουν από την κατάθεση του 32χρονου συνεργάτη του δικηγόρου, έχουν μεγάλο όγκο υλικού από τον χώρο του εγκλήματος που εξετάζεται στα εργαστήρια της Εγκληματολογικής Υπηρεσίας.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις αστυνομικές πηγές, έχουν ληφθεί δακτυλικά αποτυπώματα και γενετικό υλικό, από όλα τα σημεία που κάθισαν ή προσέγγισαν οι δράστες. Όμως, μέχρι στιγμής δεν έχουν προκύψει αποτυπώματα που να παραπέμπουν στους δράστες, γι’ αυτό οι αστυνομικοί εξετάζουν το ενδεχόμενο να φορούσαν γάντια, που δεν πρόσεξε ο συνεργάτης του θύματος.
Επίσης έχουν συγκεντρώσει οπτικό υλικό από κάμερες έξω από το γραφείο, καθώς μέσα δεν υπήρχαν, αλλά όπως λένε, μέχρι στιγμής δεν έχει προκύψει κάτι αξιοποιήσιμο.
Πάντως τα αρμόδια στελέχη της ΕΛ.ΑΣ, τονίζουν ότι καταβάλλονται όλες οι προσπάθειες για να εξιχνιαστεί η υπόθεση.
Υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με τις περιγραφές που έδωσε ο ασκούμενος δικηγόρος, οι δράστες ήταν αλλοδαποί, μιλούσαν «σπαστά» ελληνικά και τους έβλεπαν πρώτη φορά τόσο ο ίδιος, όσο και ο Μιχάλης Ζαφειρόπουλος.
Ο ένας ήταν ηλικίας 30-40 ετών, ύψους περίπου 1,80, αδύνατος, μελαχρινός, αξύριστος (δύο ημερών), με κοντά σκούρα μαλλιά, ο οποίος πιθανόν φορούσε τζιν παντελόνι χρώματος μπλε και λεπτό μπουφάν, χρώματος λευκού. Ο δεύτερος δράστης είναι ηλικίας 27-40 ετών, ύψους περίπου 1,65-1,70, αδύνατος, με ανοιχτόχρωμο δέρμα, ξυρισμένος με κοντά σκούρα μαλλιά, ο οποίος φορούσε κοντομάνικη μπλούζα, χρώματος πιθανόν μπεζ.